κόμμι

From LSJ
Revision as of 13:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόμμῐ Medium diacritics: κόμμι Low diacritics: κόμμι Capitals: ΚΟΜΜΙ
Transliteration A: kómmi Transliteration B: kommi Transliteration C: kommi Beta Code: ko/mmi

English (LSJ)

τό, A gum, Hdt.2.86,96, Hp.Art.33, etc.; obtained from Acacia arabica, Thphr.HP9.1.3, Dsc.1.101.—Foreign word, Ath.2.66f, prob. Egypt. kemai, commonly indecl., as in Il.cc., Gal.18(1).808; also declined, gen. κόμμεως Hp.Mul.2.192, Gal.10.374; dat. κόμμει Str.12.7.3 (fem.), Dsc.1.66, Gal.12.718, κόμμιδι Crobyl.10, v.l. Hdt.2.86 (ap.AB104).

German (Pape)

[Seite 1478] τό, Gummi; indeklinabel bei Hippocr.; Her. 2, 86 (wo v. l. κόμμιδι, s. B. A. 104) und 96; Diosc.; τοῦ κόμμεως Schol. Nic. Al. 99; κόμμει Galen.; so auch bei a. Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 289; τῇ κόμμει Strab. XII, 570. – Es ist ein Fremdwort, Ath. II, 66 f; vgl. noch Arist. Meteorl. 4, 10 und Strab. XVII, 809.

Greek (Liddell-Scott)

κόμμῐ: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «γόμμα», Λατ. gummi, Ἡρόδ. 2. 86, 96, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799. ― ξενικὴ λέξις (Ἀθήν. 66F, Χοιροβ. 1. 373 Gaisf.), συνήθως ἄκλιτ., ὡς ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις· ἀλλ’ ὡσαύτως κλιτόν, γεν. κόμμεως, Ἱππ. καὶ Γαλην.· δοτ. κόμμει Διοσκ. 1. 79, Γαλην., καὶ κόμμιδι Κρώβυλ. ἐν Ἀδήλ. 3, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 2. 86· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 288. Περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε πέπερι.

French (Bailly abrégé)

(τὸ) indécl. ou gén. κόμμεως;
dat. κόμμει ou κόμμιδι;
gomme.
Étymologie: mot arabe.

Spanish

goma

Greek Monolingual

το (Α κόμμι, -εως)
ιξώδης ουσία φυτικής προέλευσης η οποία εκκρίνεται συνήθως από εγκοπές ή τυχαία τραύματα που δημιουργούνται στον φλοιό ορισμένων δένδρων ή θάμνων («ελαστικό κόμμι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως, πρβλ. αιγυπτ. kmjt, κοπτ. komi, komme.
ΠΑΡ. κομμιώδης
αρχ.
κομμίζω
αρχ.-μσν.
κομμίδιον, κόμμωσις.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κομμεορητίνη, κομμιογραφία, κομμιοτυπία, κομμιοτυπικός, κομμιοφόρος. (Β' συνθετικό) οξυκόμμι].

Greek Monotonic

κόμμῐ: τό, κόμμι, γόμα, τσίχλα, Λατ. gummi, σε Ηρόδ. (ξέν. λέξη).

Russian (Dvoretsky)

κόμμῐ: τό indecl. гумми, камедь Her., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόμμι, τό gom.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: India-rubber (Hdt., Hp., Arist., Thphr.);
Other forms: indecl. or -εως, -ει (-ιδι)
Derivatives: κομμίδιον (Hippiatr., sch.), κομμι(δ)ώδης rubber-like (Arist., Thphr.), κομμίζω be like k. (Dsc.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Egypt.
Etymology: From Egypt. kemai, kema, kmjt, Copt. kommi (Schrader-Nehring Reallex. 1, 417). From κόμμι Lat. cummi(s), younger gummi; from there the Europ. forms. Independent loans from Egyptian (Fohalle Mélanges Vendryes 171; cf. Kretschmer Glotta 16, 166) would hardly have resulted in the same form in both languages.

Middle Liddell


gum, Lat. gummi, Hdt. [A foreign word.]

Frisk Etymology German

κόμμι: {kómmi}
Forms: indekl. oder -εως, -ει (-ιδι)
Grammar: n.
Meaning: Gummi (Hdt., Hp., Arist., Thphr. usw.);
Derivative: davon κομμίδιον (Hippiatr., Sch.), κομμι(δ)ώδης gummiähnlich (Arist., Thphr.), κομμίζω Gummi ähnlich sein (Dsk.).
Etymology : Aus ägypt. kemai, kema· (Schrader-Nehring Reallex. 2, 417). Aus κόμμι lat. cummi(s), jünger gummi; daraus die europ. Formen. Bei unabhängiger Entlehnung aus dem Ägyptischen (Fohalle Mélanges Vendryes 171; dazu Kretschmer Glotta 16, 166) wären die beiden Sprachen schwerlich auf dieselbe Form gekommen.
Page 1,909