οἶδος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
εος, τό, A swelling, tumour, produced by internal action, Hp. Fract.25 (v.l. εἶδος), VC17 (Littré for εἰκός), Nic.Th.188, 237, 426 ; puffiness, Aret.SD1.16.
Greek (Liddell-Scott)
οἶδος: τό, οἴδημα, «πρήξιμον», παραγόμενον ἐξ ἐσωτερικῆς ἐνεργείας, Νικ. Θ. 188, 237, 426, καὶ οὕτως ὁ Littré εἰς Ἱππ. π. Κεφαλ. Τρωμ 910, περὶ Ἀγμ. 767.
(Ἐντεῦθεν οἰδέω, οἰδάνω, οἰδαίνω, οἰδίσκω, οἶδμα)
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
gonflement, grosseur.
Étymologie: DELG étym. peu sûre.
Greek Monolingual
οἶδος, -εος, τὸ (Α)
1. πρήξιμο, οίδημα, το οποίο οφείλεται σε εσωτερική ενέργεια
2. φούσκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. οἰδῶ «είμαι πρησμένος» ή λ. σχηματισμένη κατά τα κράτος: κρατῶ].