πρόσχωμα

From LSJ
Revision as of 22:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσχωμα Medium diacritics: πρόσχωμα Low diacritics: πρόσχωμα Capitals: ΠΡΟΣΧΩΜΑ
Transliteration A: próschōma Transliteration B: proschōma Transliteration C: proschoma Beta Code: pro/sxwma

English (LSJ)

ατος, τό, A alluvial deposit, π. Νείλου, of the Delta of the Nile, A.Pr.847; ποταμῶν Str.13.1.36. II mound raised for attacking a city, LXX 2 Ki.20.15, al.

German (Pape)

[Seite 789] τό, der vom Wasser, bes. von Flüssen abgesetzte Schlamm, das Angeschwemmte, Νείλου, Aesch. Prom. 849. τό, der vom Wasser, bes. von Flüssen abgesetzte Schlamm, das Angeschwemmte, Νείλου, Aesch. Prom. 849.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσχωμα: τό, πρόσχωσις, γῆ σχηματιζομένη ἐκ τῆς ἰλύος ποταμοῦ, πρ. Νείλου, ἐπὶ τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου, Αἰσχύλ. Πρ. 847, πρβλ. Στράβ. 598. ΙΙ. συσσώρευσις χώματος ἐν εἴδει λόφου πρὸς ἐπίθεσιν ἐναντίον πόλεως, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Κ΄, 15).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
atterrissement.
Étymologie: προσχώννυμι.

Greek Monolingual

το, ΝΑ προσχώνυμι
χώμα ή λάσπη που συσσωρεύθηκε από πρόσχωση («Νείλου πρὸς αὐτῷ στόματι καὶ προσχώματι», Αισχύλ.)
νεοελλ.
γη κοντά σε ακτή η οποία σχηματίστηκε από την ιλύ ποταμού, πρόσχυση, προσχωματική έκταση
αρχ.
συσσώρευση χώματος για σχηματισμό λόφου με σκοπό την επίθεση εναντίον πόλης.

Greek Monotonic

πρόσχωμα: -ατος, τό, εναπόθεση λάσπης που μεταφέρεται από το νερό, πρόσχωμα Νείλου, λέγεται για το Δέλτα του Νείλου, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσ-χωμα -ατος, τό [προσ-χόω] aanslibsel.

Russian (Dvoretsky)

πρόσχωμα: ατος τό нанос(ы), нанесенный ил (Νείλου Aesch.).

Middle Liddell

πρόσχωμα, ατος, τό,
a deposit made by water, πρ. Νείλου, of the Delta of the Nile, Aesch. [from προσχώννῡμι]

English (Woodhouse)

at the mouth of a river

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)