ἐξορθόω

From LSJ
Revision as of 09:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξορθόω Medium diacritics: ἐξορθόω Low diacritics: εξορθόω Capitals: ΕΞΟΡΘΟΩ
Transliteration A: exorthóō Transliteration B: exorthoō Transliteration C: eksorthoo Beta Code: e)corqo/w

English (LSJ)

A set upright, τὸ πεσόν Pl.Lg.862c. 2 metaph., set right, correct, τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον S.Ant.83; διεφθαρμένας περιόδους Pl.Ti.90d; ἤν τι μὴ καλῶς ἔχῃ, γνώμαισιν ὑστέραισιν ἐξορθούμεθα E.Supp.1083, cf. 1086.

German (Pape)

[Seite 887] gerade aufrichten, emporrichten; τὸ πεσόν Plat. Legg. IX, 862 c; herstellen, verbessern, πότμον Soph. Ant. 83; τὰς διεφθαρμένας περιόδους Plat. Tim. 90 d. – Med. sich bessern, Eur. Suppl. 1083.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορθόω: ἀνορθώνω, τὸ ποσὸν Πλάτ. Νόμοι 862C. 2) μεταφ., φυλάττω τι ὀρθόν, δὲν ἀφίνω νὰ πέςῃ ἢ νὰ κινδυνεύσῃ, ἐξασφαλίζω, μή μου προτάρβει· τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον Σοφ. Ἀντ. 83· διορθῶ, Πλάτ. Τίμ. 90D· ἤν τι μὴ καλῶς ἔχῃ, γνώμαισιν ὑστέραισιν ἐξορθούμεθα Εὐρ. Ἱκ. 1083, πρβλ. 1087.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
relever, redresser, rétablir.
Étymologie: ἐξ, ὀρθόω.

Greek Monotonic

ἐξορθόω: μέλ. -ώσω, ανορθώνω· μεταφ., επανορθώνω, εξασφαλίζω, αποκαθιστώ, αναστηλώνω, παλινορθώ, επιδιορθώνω, σε Σοφ. — Παθ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξορθόω:
1) поднимать или (вновь) ставить на ноги (τὸ πεσόν Plat.);
2) исправлять, улучшать (διεφθαρμένον τι Plat.; med. γνώμαισιν ὑστέραισιν Eur.): τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον Soph. позаботься о своей судьбе.

Middle Liddell

fut. ώσω
to set upright: metaph. to set right, secure, restore, Soph.: Pass., Eur.