ἐπαναχώρησις
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
εως, ἡ, A return, κύματος Th.3.89; retreat, D.S.25.6.
German (Pape)
[Seite 901] ἡ, das Zurückweichen, Thuc. 3, 89.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναχώρησις: -εως, ἡ, κύματος ἐπαναχώρησις, ἐπιστροφὴ ἐκ τῆς θαλάσσης κατὰ τῆς ξηρᾶς, ἐπίκλυσις, Θουκ. 3. 89· ὑποχώρησις, Διοδ. Ἀποσπ. 510. 31.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
reflux des vagues.
Étymologie: ἐπαναχωρέω.
Greek Monolingual
ἐπαναχώρησις, η (Α) επαναχωρώ
1. επιστροφή («ἐγένετο δὲ καὶ ἐν Πεπαρήθῳ κύματος ἐπαναχώρησίς τις», Θουκ.)
2. υποχώρηση («μετὰ δὲ τὴν ἐκ Σικελίας ἐπαναχώρησιν», Διόδ.).
Greek Monotonic
ἐπαναχώρησις: -εως, ἡ, επιστροφή, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναχώρησις: εως ἡ
1) возвращение, отступление (ἐκ Σικελίας Diod.);
2) отлив (κύματος Thuc.).
Middle Liddell
ἐπαναχώρησις, εως [from ἐπαναχωρέω
a return, Thuc.