ἐπιβαρύνω

From LSJ
Revision as of 09:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβαρύνω Medium diacritics: ἐπιβαρύνω Low diacritics: επιβαρύνω Capitals: ΕΠΙΒΑΡΥΝΩ
Transliteration A: epibarýnō Transliteration B: epibarynō Transliteration C: epivaryno Beta Code: e)pibaru/nw

English (LSJ)

A press heavily on the enemy, App.Mith.25.

German (Pape)

[Seite 928] = ἐπιβαρέω, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβᾰρύνω: ἐπίκειμαι βαρὺς κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, Ἀππ. Μιθρ. 25:- οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, Βασίλ. τ. 2, σ. 487Α.

Greek Monolingual

(AM ἐπιβαρύνω) βαρύνω
πιέζω με πρόσθετο βάρος
νεοελλ.
1. επιβάλλω ενοχλητική υποχρέωση ή δέσμευση («θα επιβαρυνθώ με πρόσθετα έξοδα»)
2. (για κατάσταση) καταπιέζω («η νέα φορολογία επιβαρύνει τον λαό»)
3. επιδεινώνω, χειροτερεύω («με την απολογία του επιβάρυνε τη θέση του»)
αρχ.
ασκώ έντονη, βαριά πίεση πάνω σε κάποιον.