ῥαβδομαχία

From LSJ
Revision as of 14:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαβδομᾰχία Medium diacritics: ῥαβδομαχία Low diacritics: ραβδομαχία Capitals: ΡΑΒΔΟΜΑΧΙΑ
Transliteration A: rhabdomachía Transliteration B: rhabdomachia Transliteration C: ravdomachia Beta Code: r(abdomaxi/a

English (LSJ)

ἡ, A fighting with a staff or foil, Plu.Alex.4.

German (Pape)

[Seite 829] ἡ, das Fechten mit dem Stabe, mit einer Art von Rappieren, Plut. Alex. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδομᾰχία: ἡ, τὸ μάχεσθαι (χάριν ἀσκήσεως) διὰ ῥάβδων, τὸ ἀσκεῖσθαι δι’ ἀκοντίων ἐσφαιρωμένων, Πλουτ. Ἀλέξ. 4, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ (τ. 4, σ. 405).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
combat au moyen de baguettes.
Étymologie: ῥάβδος, μάχομαι.

Greek Monolingual

η / ῥαβδομαχία, ΝΑ
είδος οπλομαχητικής άσκησης με ράβδους, η οποία είναι παρεμφερής με την ξιφασκία
νεοελλ.
(γενικά) συμπλοκή με ραβδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + -μαχία πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. ῥαβδομάχος (πρβλ. μονο-μαχία, πυγ-μαχία)].

Greek Monotonic

ῥαβδομᾰχία: ἡ (μάχομαι), μάχη με ραβδί, κοντάρι ή ελαφρύ ξίφος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ῥαβδομᾰχία: ἡ бой на палках, фехтование Plut.

Middle Liddell

ῥαβδο-μᾰχία, ἡ, μάχομαι
a fighting with a staff or foil, Plut.