ἀμφιέζω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
freq. as A v.l. for ἀμφιάζω, cf. An. Ox.2.338.
German (Pape)
[Seite 138] = ἀμφιέννυμι, τινά, Plut. C. Graech. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιέζω: ἄλλ. γραφ. συνεχῶς ἀπαντῶσα ἀντὶ τοῦ ἀμφιάζω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
revêtir.
Étymologie: ἀμφί, ἔννυμι.
Spanish (DGE)
v. ἀμφιάζω.
Greek Monolingual
ἀμφιέζω (ΑΜ)
αμφιέννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἠμφίεσα αόρ. του ρ. ἀμφιέννυμι. Παράλληλος τ. του ρ. ἀμφιάζω.
ΠΑΡ. ἀμφίεσις (-η), αρχ. ἀμφιεσμός.
Greek Monotonic
ἀμφιέζω: = ἀμφιάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιέζω: одевать, снабжать одеждой (τοὺς στρατιώτας Plut.).
Frisk Etymological English
See also: ἀμφιάζω
Chinese
原文音譯:¢mfišnnumi 暗非恩匿米
詞類次數:動詞(4)
原文字根:封套-在內
字義溯源:穿衣,穿上,妝飾;由(ἀμφότεροι)=雙方)與(ἔννομος)X*=穿著)組成;其中 (ἀμφότεροι)出自(ἀμύνομαι)X*=環繞)。
同義字:1) (ἀμφιέζω / ἀμφιέννυμι)穿衣 2) (ἐνδιδύσκω)穿著 2) (ἐνδύω)穿上衣服 3) (ἱματίζω)穿上服裝 4) (παρεμβάλλω / περιβάλλω)披裹
出現次數:總共(4);太(2);路(2)
譯字彙編:
1) 穿(2) 太11:8; 路7:25;
2) 妝飾(2) 太6:30; 路12:28