κρυπτάδιος
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον (and ος, ον A.Ch.946 (lyr.)), A secret, clandestine, κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι = lie with him in secret love, join with him in secret love Il.6.161; κρυπταδίου μάχας A. l.c.; κρυπτάδια φρονέοντα Il.1.542. Regul. Adv. κρυπταδίως = secretly, in secret Man.2.195, 6.182.
German (Pape)
[Seite 1515] heimlich, versteckt, verstohlen; κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι Il. 6, 161; κρυπτάδια φρονέειν 1, 541; κρυπταδίου μάχας. Aesch. Ch. 934; μηχανᾶσθαι κρυπτάδια Orph. Lith. 44.
Greek (Liddell-Scott)
κρυπτάδιος: ᾰ, α, ον, καὶ παρ’ Αἰσχύλ. ος, ον, (κρύπτω)· ― κρυπτός, κρύφιος, λαθραῖος, κρυπταδίῃ φιλότητι Ἰλ. Ζ. 166· κρυπταδίου μάχης Αἰσχύλ. Χο. 946· ― ὡς ἐπίρρ., κρυπτάδια Ἰλ. Α. 542.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
caché, secret ; κρυπτάδια φρονέειν IL avoir des pensées secrètes.
Étymologie: κρύπτω.
English (Autenrieth)
secret; κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμεν, ‘harbor secret counsels,’ Il. 1.542.
Greek Monolingual
κρυπτάδιος, -ον, θηλ. και -ία (Α)
1. κρυφός, μυστικός, λαθραίος («κρυπταδίη φιλότητι μιγήμεναι», Ομ. Ιλ.)
2. το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κρυπτάδια
κρυφά, μυστικά, λαθραία.
επίρρ...
κρυπταδίως (Α)
κρυφά, λαθραία, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτός + κατάλ. -άδιος (πρβλ. αλφ-άδιος, αμφ-άδιος)].
Greek Monotonic
κρυπτάδιος: [ᾰ], -α, -ον (κρύπτω), μυστικός, κρυφός, λαθραίος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κρυπτάδιος: и Aesch. 2 (ᾰ) тайный, скрытый (φιλότης Hom.): κρυπτάδια φρονέειν Hom. лелеять тайные замыслы; κ. μάχη Aesch. тайная борьба, заговор.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρυπτάδιος -α -ον, f. ook -ος [κρύπτω] heimelijk:. κρυπτάδια φρονέοντα geheime plannen koesterend Il. 1.542.
Middle Liddell
κρυπτᾰ́διος, η, ον κρύπτω
secret, clandestine, Il., Aesch.: neut. pl. as adv., Il.