τετράμετρος

From LSJ
Revision as of 20:51, 12 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμετρος Medium diacritics: τετράμετρος Low diacritics: τετράμετρος Capitals: ΤΕΤΡΑΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: tetrámetros Transliteration B: tetrametros Transliteration C: tetrametros Beta Code: tetra/metros

English (LSJ)

ον, A consisting of four metres, i.e., in iambic and trochaic verse, consisting of four double feet or syzygies: τὸ τετράμετρον is generally the trochaic tetrameter, Ar.Nu.642,645, X.Smp.6.3, Arist.Rh.1404a31, 1409a1, Po.1459b37: also the anapaestic tetrameter, called τὸ Ἀριστοφάνειον (as in Nu.957 sq.), D.H. Comp.25; cf. τρίμετρος. 2 γωνίαι τετράμετροι square, i.e. right, angles, Callix.2 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 1098] vier Maaße haltend; γωνίαι, Ath. V, 199 c, scheint »viereckig« zu bedeuten; – in der Metrik = aus vier Maaßen bestehend, ein trochäischer, jambischer u. anapästischer Rhythmus aus vier Dipodien bestehend, in dactylischen u. andern Versen aus vier einfachen Versfüßen bestehend, Gramm.; – τὸ τετράμετρον, Ar. Nubb. 632; Xen. Conv. 6, 3.

Greek (Liddell-Scott)

τετράμετρος: [ᾰ], -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ τεσσάρων μέτρων· δηλ. ἐπὶ ἰαμβικῶν καὶ τροχαϊκῶν στίχων, ὁ συγκείμενος ἐκ τεσσάρων διποδιῶν ἢ συζυγιῶν· τὸ τετράμετρον, Λατ. versus octonarius, εἶναι καθόλου τροχαϊκὸν τετράμετρον, Ἀριστοφ. Νεφ. 642, 645, Ξεν. Συμπ. 6. 3, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 9., 3. 8, 4, Ποιητ. 4, 18· ὡσαύτως καὶ τὸ ἀναπαιστικὸν τετράμετρον, καλούμενον τὸ Ἀριστοφάνειον (ὡς ἐν Νεφ. 957 κἑξ.), Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25, πρβλ. τρίμετρος. 2) γωνίαι τ., ὀρθαὶ γωνίαι, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de quatre mesures ; t. de métr. tétramètre;
τὸ τετράμετρον :
1 vers tétramètre;
2 mesure d’un quart de médimne (envir. 10 litres).
Étymologie: τέσσαρες, μέτρον.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράμετρος, -ον ΝΑ
1. αυτός που αποτελείται από τέσσερεις μετρικούς πόδες
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράμετρο(ν)
ρυθμικό γένος της αρχαίας μετρικής, που αποτελείται από τέσσερεις μετρικούς πόδες ή διποδίες (α. «τροχαϊκό τετράμετρο» — το τετράμετρο που αποτελείται από δύο τροχαϊκές τετραποδίες, μία ακατάληκτη και η άλλη καταληκτική
β. «αναπαιστικό τετράμετρο» — το τετράμετρο που αποτελείται από οκτώ πόδες, κυρίως αναπαίστους, διατεταγμένους σε δύο τετραποδίες
γ. «ιαμβικό τετράμετρο» — το τετράμετρο που διακρίνεται σε ακατάληκτο, και χρησιμοποιείται από τους λυρικούς Ανακρέοντα, Αλκμάνα και Αλκαίο, και σε καταληκτικό από δύο τετραποδίες, η πρώτη ακατάληκτη και η δεύτερη καταληκτική, και χρησιμοποιείται κυρίως από τον Ιππώνακτα)
αρχ.
φρ. «γωνίαι τετράμετροι» — οι ορθές γωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. δί-μετρος].

Greek Monotonic

τετράμετρος: [ᾰ], -ον (μέτρον), αυτός που αποτελείται από τέσσερα μέτρα, δηλ. στην ιαμβική ή τροχαϊκή ποίηση, αυτός που αποτελείται από τέσσερα δίποδα ή συζυγίες· τὸτετράμετρον, είναι γενικά το τροχαϊκό τετράμετρο, σε Αριστοφ., Ξεν.

Middle Liddell

τετρά-˘μετρος, ον, μέτρον
consisting of four metres, i. e. in iambic or trochaic verse, consisting of four double feet or syzygies: τὸ τετράμετρον is generally the trochaic tetrameter, Ar., Xen.