ποτανός

From LSJ
Revision as of 13:10, 13 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "prov." to "prov.")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾱνός Medium diacritics: ποτανός Low diacritics: ποτανός Capitals: ΠΟΤΑΝΟΣ
Transliteration A: potanós Transliteration B: potanos Transliteration C: potanos Beta Code: potano/s

English (LSJ)

ά, όν, A winged, flying, ἐν ποτανοῖς among fowls, Pi.N.3.80; π. οἰωνοί E.Hel.1478 (lyr.); πέδιλα Id.El.460 (lyr.); π. εἴ σέ τις θεῶν κτίσαι Id.Supp.620 (lyr.), cf. 1142 (lyr.): prov. of vain pursuits, διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν A.Ag.394 (lyr.): metaph., ποτανὸς ἐν Μοίσαισι, i.e. soaring in the arts of the Muses, Pi.P.5.114; ποτανᾷ μαχανᾷ by soaring art, i.e. by poesy, Id.N.7.22; ἐμᾷ ποτανὸς ἀμφὶ μαχανᾷ Id.P. 8.34; ποταναὶ (v.l. ποτ' αἰναὶ) τευθίδες Epich.61.—Dor. for ποτηνός, which occurs only in Poet. ap. Pl.Phdr.252b.

German (Pape)

[Seite 688] dor. statt ποτηνός, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾱνός: -ή, -όν, πτηνός, πετόμενος, κεκτημένος πτέρυγας, Πινδ. Π. 8. 48· ἐν ποτανοῖς, ἐν πτηνοῖς, ὁ αὐτ. 3. 140· π. οἰωνοὶ Εὐρ. Ἑλ. 1478· πέδιλα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 160· π. εἴ μέ τις θεῶν κτίσαι ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 621, πρβλ. 1142· ― παροιμ., ἐπὶ ματαίων ἐπιχειρήσεων (πρβλ. πέτομαι ΙΙ), ποτανὸν διώκειν ὄρνιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 394· μεταφορ., ποτανὸς ἐν Μοίσαισι, πετόμενος ὑψηλὰ ἐν ταῖς τέχναις τῶν Μουσῶν, Πινδ. Π. 5. 153· ποτανᾷ μαχανᾷ, διὰ τῆς ὑψηλὰ πετομένης τέχνης, δηλ. τῆς ποιήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 31· ἐμᾷ ποτανὸς ἀμφὶ μαχανᾷ ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 48· ― Κυρίως Δωρ. ἀντὶ ποτηνός, ὅπερ ὅμως ἀπαντᾷ μόνον ἐν ποιητικῷ τινι χωρίῳ ἐν Πλάτ. Φαίδρῳ 252Β.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ποτηνός.

English (Slater)

ποτᾱνός
   1 winged
   a pl. pro subs. ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς (N. 3.80)
   b met., soaring, inspired ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας (Heyne: ποτηνὸς codd.: sc. Ἀρκεσίλας) (P. 5.114) τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ, νεώτατον καλῶν, ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ (P. 8.34) ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ (= Ὁμήρῳ) ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (N. 7.22) πο]τανὸν ἅρμα Μοισα[ (vel πτανὸν) Πα. 7B. 13.

Greek Monolingual

-ά, -όν, και ποτηνός, -ή, -όν, Α
1. αυτός που πετάει, ο φτερωτός (α. «ποτανοὶ οἰωνοί», Ευρ.
β. «ποτανὰ πέδιλα», Ευρ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ποτανά
τα πτηνά («αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῑς», Πίνδ.)
3. φρ. α) «ποτανὸς ἐν Μοίσαισι» — αυτός που επιχειρεί υψηλά πετάγματα στην τέχνη, ο εμπνευσμένος ποιητής (Πίνδ.)
β) «ποτανά μηχανά» — η φτερωτή τέχνη, η ποίηση (Πίνδ.)
γ) παροιμ. «διώκει παῑς ποτανὸν ὄρνιν» — το μικρό παιδί κυνηγάει το πουλί να τὸ πιάσει, δηλαδή είναι μάταιος κόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ποτ- του πέτομαι + επίθημα -ανός (πρβλ. τραγανός). Ο τ. πιθ. έχει παραχθεί από τη λ. ποτή ή από το ρ. ποτάομαι.

Greek Monotonic

ποτᾱνός: -ά, -όν, Δωρ. αντί ποτηνός, φτερωτός, ιπτάμενος, αυτός που εφοδιάζεται με φτερά, σε Πίνδ., Ευρ.· ἐν ποτανοῖς, ανάμεσα στα πτηνά, σε Πίνδ.· μεταφ., ποτανὸς ἐν Μοίσαισι, δηλ. αυτός που πετά ψηλά στις τέχνες των Μουσών, στον ίδ.· ποτανᾷ μαχανᾷ, μέσω της τέχνης που έχει υψηλά φτερά, δηλ. μέσω της ποίησης, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ποτᾱνός: дор. Pind., Trag. = ποτηνός I и II.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτᾱνός -ά -όν Dor. voor ποτηνός.

Frisk Etymological English

ποτάομαι, ποτέομαι See also: s. πέτομαι.

Middle Liddell

ποτᾱνός, ή, όν [doric for ποτηνός
winged, flying, furnished with wings, Pind., Eur.; ἐν ποτανοῖς among fowls, Pind.:—metaph., ποτανὸς ἐν Μοίσαισι, i. e. soaring in the arts of the Muses, Pind.; ποτανᾷ μαχανᾷ by soaring art, i. e. by poesy, Pind. [from ποτάομαι

Frisk Etymology German

ποτανός: ποτάομαι, ποτέομαι
{potanós}
See also: s. πέτομαι.
Page 2,586