υποβάλλω

From LSJ
Revision as of 18:45, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source

Greek Monolingual

ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α βάλλω
θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ.
γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ' ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α. «υποβάλλω υποψηφιότητα» β. «υποβάλλω τη διατριβή μου»)
2. προτείνω ή ζητώ από την αρμόδια αρχή ως υφιστάμενος (α. «υποβάλλω αίτηση» β. «υποβάλλω την παραίτησή μου» γ.«υποβάλλω αναφορά»)
3. αναγκάζω κάποιον να υποστεί κάτι (α. «υποβάλλω σε ανάκριση» β. «υποβάλλω σε έξοδα»)
4. εκτελώ το έργο του υποβολέα στο θέατρο, υπαγορεύω το κείμενο στους ηθοποιούς από το υποβολείο
5. υποκαθιστώ κάτι πλασματικό ως γνήσιο
6. επηρεάζω με τρόπο κάποιον, του υπαγορεύω τις σκέψεις μου ή την θέλησή μου («του υπέβαλε την ιδέα να παραιτηθεί»)
7. (μεσοπαθ.) υποβάλλομαι
α) παθαίνω υποβολή, αυθυποβάλλομαι
β) είμαι δεκτικός υποβολής, υπνωτισμού κ.ά. καταστάσεων
8. φρ. «υποβάλλω τα σέβη μου» — τυπική μορφή χαιρετισμού σε σεβαστό πρόσωπο ή σε αξιωματούχο
μσν.
τοποθετώ κάτι πάνω σε κάποιον, δεσμεύω κάποιον («ξυλοπέδας τοῖς Ῥωμαίοις ὑπέβαλεν», Θεοφάν. Ομ.