κατεγγύη

From LSJ
Revision as of 20:20, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεγγῠη Medium diacritics: κατεγγύη Low diacritics: κατεγγύη Capitals: ΚΑΤΕΓΓΥΗ
Transliteration A: katengýē Transliteration B: katengyē Transliteration C: kateggyi Beta Code: kateggu/h

English (LSJ)

ἡ, A giving of security, D.25.60.

German (Pape)

[Seite 1393] ἡ, die Verbürgung, Bürgschaft, ἐμπεσόντος εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀνθρώπου πρὸς κατεγγύην Dem. 25, 60, weil er keine Bürgschaft stellen konnte.

Greek (Liddell-Scott)

κατεγγύη: ἡ, ἡ ἐγγύησιςἀσφάλεια, ἐμπεσόντος εἰς τὸ δεσμωτήριον πρὸς κατεγγύην (διότι δὲν ἠδύνατο τὴν ἀπαιτουμένην ἐγγύησιν ὐπὲρ τῆς δίκης νὰ δώσῃ) Δημ. 788. 18.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
cautionnement, caution.
Étymologie: κατά, ἐγγύη.

Greek Monolingual

κατεγγύη, ἡ (Α)
εγγύηση, εγγυοδοσία, και ειδ. η εγγύηση που, κατά το αττ. δίκαιο, ήταν υποχρεωμένος ο κατηγορούμενος να δώσει, για να είναι εξασφαλισμένη η πολιτεία ότι αυτός θα πλήρωνε το πρόστιμο, αν καταδικαζόταν («πρὶν γὰρ ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου, ἐμπεσόντος ἀνθρώπου τινός... πρὸς κατεγγύην», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐγγύη «εγγύηση». Κατ' άλλη άποψη όμως υποχωρητικά < κατεγγυῶ (βλ. λ. εγγύη)].

Greek Monotonic

κατεγγύη: ἡ, εγγύηση ή ενέχυρο που αποδίδεται, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κατεγγύη: ἡ порука, залог, гарантия Dem.

Middle Liddell

κατ-εγγύη, ἡ,
bail or security given, Dem.