κρουστικός

From LSJ
Revision as of 14:11, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρουστικός Medium diacritics: κρουστικός Low diacritics: κρουστικός Capitals: ΚΡΟΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kroustikós Transliteration B: kroustikos Transliteration C: kroustikos Beta Code: kroustiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A fit for striking, butting, of a ram, Ph.1.113. II able to sound the right note, ὄργανα Arist.Pr.918a33; κ. θίξις χορδῶν, opp. ἠθική, Plu.2.802f. 2 metaph., of a rhetorician or sophist, striking, impressive, Ar.Eq.1379; τὸ κ. striking eloquence, Luc.Dem.Enc.32.

German (Pape)

[Seite 1514] zum Schlagen gehörig; bes. = einen Klang hervorbringend u. in die Ohren fallend, ein dringlich; κρουστικὰ μᾶλλον τὰ ὄργανα τοῦ στόματος Arist. probl. 19, 10; von der Redekunst, Ar. Equ. 1379; Luc. Dem. enc. 32 u. Sp., eindringlich, ergreifend.

Greek (Liddell-Scott)

κρουστικός: -ή, -όν, ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ κρούῃ, νὰ κερατίζῃ, ἐπὶ κριοῦ, Φίλων 1. 113. ΙΙ. ὁ παράγων ἦχον διαπεραστικόν, κρουστικὰ δὲ μᾶλλον τὰ ὄργανα τοῦ στόματος, ὄργανα Ἀριστοτ. Προβλ. 19. 10, πρβλ. Πλούτ. 2. 802Ε. 2) μεταφ., ἐπὶ ῥητοροδιδασκάλου ἢ σοφιστοῦ, παρέχων ἐντύπωσιν, ἐκφραστικός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1379· τὸ κρ., ἐκφραστικὴ εὐγλωττία, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκ. 32.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
retentissant, vibrant.
Étymologie: κρούω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κρουστικός, -ή, -όν) κρούω
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στην κρούση ή αυτός που ενεργεί με κρούση, επικρουστικός («κρουστικό όπλο» — το κρουσιφλεγές όπλο)
2. φρ. φυσ. «κρουστικό κύμα» — ισχυρό κύμα πίεσης το οποίο διαδίδεται σε κάθε ελαστικό μέσο, όπως είναι ο αέρας, το νερό ή ένα στερεό σώμα, στη διάρκεια φαινομένων που συνεπάγονται βίαιες μεταβολές της πίεσης, της πυκνότητας και της θερμοκρασίας
αρχ.
1. (για κριάρι) αυτός που έχει την ιδιότητα να χτυπά με τα κέρατα, να κερατίζει («διότι κρουστικόν φύσει ζῷόν ἐστι», Φίλ.)
2. αυτός που παράγει σωστό, κατάλληλο ή διαπεραστικό ήχο («ἡ μὲν γὰρ φωνὴ ἡδίων ἡ τοῦ ἀνθρώπου
κρουστικὰ δὲ μᾶλλον τὰ ὄργανα τοῦ στόματος», Αριστοτ.)
3. (για ρητοροδιδάσκαλο ή σοφιστή) αυτός που προκαλεί εντύπωση, εντυπωσιακός, έντονα εκφραστικός
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρουστικόν
η ευγλωττία.

Greek Monotonic

κρουστικός: -ή, -όν, κατάλληλος για να χτυπήσει στα αυτιά, εντυπωσιακός, σε Αριστ.· μεταφ., λέγεται για ρητοροδιδάσκαλο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κρουστικός:
1) разящий слух, громогласный, звучный (ὄργανα Arst.);
2) (об ораторском искусстве) яркий, разительный (σαφὴς καὶ κρουστικός Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρουστικός -ή -όν [κρούω] overdr. doortastend; subst. τὸ κρουστικόν indrukwekkende welsprekendheid.

Middle Liddell

κρουστικός, ή, όν
fit for striking the ears, impressive, Arist.:—metaph. of a speaker, Ar. [from κρούω