ογκώνω

From LSJ
Revision as of 14:25, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

και ογκώ (ΑΜ ὀγκῶ, -όω) [όγκος (Ι)]
αυξάνω τον όγκο, εξογκώνω, διογκώνω, φουσκώνω, διαστέλλω (α. «το βαρημένον στήθος του ογκούται», Βαλαωρ.
β. «τὸ πνεῦμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. πρήζομαι από πολυφαγία («όγκωσα και δεν μπορώ να χωνέψω)
2. μτφ. αυξάνω την ένταση, ενδυναμώνω, εντείνω, επιτείνω («ογκούται συνεχώς η λαϊκή αγανάκτηση»)
μσν.-αρχ.
(μέσ.-παθ.) ὀγκοῦμαι, -όομαι
μτφ. α) γίνομαι ογκωδέστερος
β) υπερηφανεύομαι
γ) επαίρομαι, καυχώμαι, αλαζονεύομαι
αρχ.
1. υψώνω, ανεγείρωἠρίον ὀγκώσει τὸ μεμορμένον», Αλέξ.)
2. μτφ. α) τιμώ, μεγαλύνω
β) ανυψώνω, υπερεπαινώ κάποιον ή κάτι («τὸ δ' Ἄργος ὀγκῶν οἷά περ καὶ νῦν λέγεις», Ευρ.)
γ) κάνω το ύφος στομφώδες, πομπώδες
δ) εξυψώνω, σε αντιδιαστολή προς το ταπεινώνω («τοὺς μὲν ταπεινοῦν τες, τοὺς δὲ ὀγκοῦν τες», Πλουτ.)
3. φρ. «ὀγκῶ τὸ φρόνημα» — υπερηφανεύομαι (Αριστοφ.).