ὀνομασία

From LSJ
Revision as of 17:55, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομᾰσία Medium diacritics: ὀνομασία Low diacritics: ονομασία Capitals: ΟΝΟΜΑΣΙΑ
Transliteration A: onomasía Transliteration B: onomasia Transliteration C: onomasia Beta Code: o)nomasi/a

English (LSJ)

ἡ, A name, Hippias 1 J.(pl.), Pl.Plt.275d, Arist.Top.148b20, al., SIG827v6 (pl., Delph., ii A.D.). 2 nomination for office, POxy.1642.3 (iii A.D.), 2130.12 (iii A.D.), Jul.Mis.368b (pl.). II expression, language, ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας = expression by means of language, Arist. Po.1450b14; διά τινος ὀνόματος ἢ ὀνομασίας ἀδιαφόρου κοινότητα Epicur.Nat.14.10, cf. Phld.Rh.1.208 S., Po.2.37 (both pl.), D.H. Comp.25, Dem.56; κανὼν ὀνομασίας Demetr.Eloc.91.

German (Pape)

[Seite 349] ἡ, = Folgdm; Plat. Polit. 275 d; Arist. top. 1, 3 u. Sp., wie Pol. 3, 87, 4; ἐπιφέρειν τινὶ ταύτην τὴν ὀνομασίαν, 17, 15, 1; D. Hal. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομᾰσία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Λατιν. appellatio, ἡμᾶς ἔλαθε κατὰ τὴν ὀνομασίαν ἐκφυγὼν Πλάτ. Πολιτικ. 275D, Ἀριστ. Τοπ. 6. 10, 5, κ. ἀλλ.· λέξις διὰ τῆς ὀν., δι’ ὀνομάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 6. 26. ΙΙ. ἔκφρασις, τρόπος ἐκφράσεως, γλῶσσα, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25, π. Δημοσθ. 56.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
désignation par un nom, appellation.
Étymologie: ὀνομάζω.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀνομασία) ονομάζω
1. η ενέργεια του ονομάζω, κλήση κάποιου με το όνομά του, ονομάτιση, κατονομασία
2. απονομή τίτλου, διορισμός («η ονομασία τών νέων ανθυπολοχαγών»)
νεοελλ.
το αποτέλεσμα του ονομάζω, το όνομα
αρχ.
1. κατάταξη, ταξινόμηση
2. τρόπος έκφρασης, γλώσσα
3. υπόμνηση, μνεία.

Russian (Dvoretsky)

ὀνομᾰσία: ἡ (по)именование, обозначение, перечисление Plat., Arst.