μεσεύω

From LSJ
Revision as of 06:30, 2 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " δεῑ " to " δεῖ ")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσεύω Medium diacritics: μεσεύω Low diacritics: μεσεύω Capitals: ΜΕΣΕΥΩ
Transliteration A: meseúō Transliteration B: meseuō Transliteration C: meseyo Beta Code: meseu/w

English (LSJ)

A keep the middle or mean between two, c. gen., Pl.Lg.756e; Πλάτων μεσεύων Πυθαγόρου καὶ Σωκράτους, τοῦ μὲν δημοτικώτερος τοῦ δὲ σεμνότερος ὤφθη Numen. ap. Eus.PE14.5. 2 abs., stand midway, μ. κατὰ τοὺς τόπους Arist.Pol.1327b29. b to be neutral, X. HG7.1.43, D.C.41.46.

German (Pape)

[Seite 137] in der Mitte sein, liegen, die Mitte halten; ἧς ἀεὶ δεῖ μεσεύειν τὴν πολιτείαν, Plat. Legg. VI, 756 e; Xen. Hell. 7, 1, 48; Arist. pol. 7, 7.

Greek (Liddell-Scott)

μεσεύω: ὡς τὸ μεσόω, εἶμαι ἐν τῷ μέσῳ, κατέχω τὸ μέσον μεταξὺ δύο, μετὰ γεν., Πλάτ. Νόμ. 756Ε, Νουμήνιος παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 729Α. 2) ἀπολ., ἵσταμαι ἐν τῷ μέσῳ, μ. κατὰ τοὺς τόπους Ἀριστ. Πολιτ. 7. 7, 3· μένω οὐδέτερος, Ξεν. Ἑλλην. 7. 1, 43.

French (Bailly abrégé)

tenir le milieu de ou entre, gén..
Étymologie: μέσος.

Greek Monolingual

μεσεύω (Α) μέσος
1. είμαι ή βρίσκομαι στο μέσο, κατέχω το μέσο μεταξύ δύο («ἡ μὲν αἵρεσις οὕτω γιγνομένη μέσον ἂν ἔχοι μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας, ἧς ἀεὶ δεῖ μεσεύειν τὴν πολιτείαν», Πλάτ.)
2. στέκομαι στη μέση («τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων γένος ὥσπερ μεσεύει κατὰ τοὺς τόπους», Αριστοτ.)
3. μένω ουδέτερος, δεν παίρνω το μέρος κανενός («ἐπεὶ δὲ κατελθόντες οὐκέτι ἐμέσευον, ἀλλὰ προθύμως συνεμάχουν τοῖς Λακεδαιμονίοις», Ξεν.).

Greek Monotonic

μεσεύω: όπως το μεσόω, βρίσκομαι στη μέση ή κρατώ μετριοπαθή στάση ανάμεσα σε δύο πλευρές, με γεν., σε Πλάτ.· απόλ., βρίσκομαι στη μέση, είμαι ουδέτερος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μεσεύω:
1) быть в середине: μ. μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας Plat. быть чем-то средним между монархическим и демократическим государственным строем; μ. κατὰ τοὺς τόπους Arst. занимать центральное положение;
2) соблюдать нейтралитет (οὐκέτι ἐμέσευον, ἀλλὰ συνεμάχουν τοῖς Λακεδαιμονίοις Xen.).

Middle Liddell

μεσεύω,
to keep the middle or mean between two, c. gen., Plat.: absol. to stand mid-way, to be neutral, Xen. like μεσόω