βοῤῥᾶς
German (Pape)
[Seite 454] ὁ, att. für βορέας, w. m. s.
English (Strong)
of uncertain derivation; the north (properly, wind): north.
Greek Monolingual
και βοριάς, ο (AM βορρᾱς, Α και Βορέας, -ου, Βορέης και Βορῆς, -έω και Βορεύς -έως)
το ένα από τα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα, αυτό που βρίσκεται προς τον Βόρειο Πόλο
2. βόρειος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ερμηνεύθηκε ως «άνεμος του βουνού» και θεωρήθηκε παράγωγο μιας λέξεως με σημ. «βουνό», η οποία εμφανίζεται σε αρκετές ινδοευρ. γλώσσες με διαφορετική μεταπτωτική βαθμίδα ρίζας
πρβλ. αρχ. ινδ. girί = αβεστ., gairi- «βουνό», λιθ. gὶrė «δάσος», αρχ. σλ. gora «βουνό» κ.ά. Εξάλλου, ο σχηματισμός του θέματος της λέξεως δεν είναι σαφής. Ο τ. Βορράς, που χρησιμοποιείται κυρίως στην αττική διάλεκτο, προήλθε από τον τ. Βορέας, με συνίζηση του -ε- σε -ι- από τη συμπροφορά του με την επόμενη συλλαβή και αφομοιωτική επίδραση προς το προηγούμενο -ε- που οδήγησε σε διπλασιασμό του -ρ-, προτού το φωνήεν συναιρεθεί τελικά με το ακολουθούν σε -α-. Η κλίση σε -ᾱς, γεν. -ᾱ πιθ. αναλογικά προς τα προσηγορικά και ανθρωπωνύμια σε -ᾱς (πρβλ. Αγαθᾱς, αργᾱς, φαγᾱς κ.ά.].