γίγαντας

From LSJ
Revision as of 08:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. γιγάντισσα, η) (AM γίγας, ο)
πληθ. Γίγaντες, οι
μυθικά παιδιά της Γαίας, άγρια φυλή που καταστράφηκε από τους θεούς
μσν.-νεοελλ.
1. υπερβολικά μεγαλόσωμος
2. υπερβολικά δυνατός
νεοελλ.
1. ρωμαλέος, ηρωικός
2. (στα παραμύθια) δράκος, ανθρωποφάγος
3. πληθ. γίγαντες, οι
ποικιλία μεγάλων φασολιών
αρχ.
ως επίθ. ισχυρός («Ζεφύρου γίγαντος αὒρᾳ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως η λ. προήλθε από το προελληνικό υπόστρωμα. Χαρακτηρίζεται από αναδιπλασιασμό και φέρει επίθημα -αντ - (πρβλ. Άβαντες, αλίβαντες, Κορύβαντες κ.ά.). Κατ' άλλους συνδέεται με λεττ. gāgans «μακρύ σχοινί, γίγαντας».
ΠΑΡ. γιγάντειος, γιγαντιαίος, γιγαντικός, γιγάντιος, γιγαντώδης
μσν.
γιγαντιώ
νεοελλ.
γιγαντεύομαι, γιγάντινος, γιγαντισμός, γιγαντώνω.
ΣΥΝΘ. γιγαντομαχία
αρχ.
γιγαντολέτης, γιγαντολέτωρ, γιγαντοφθόρος, γιγαντοφόνος
μσν.
γιγαντογενής, γιγαντόκτιστος, γιγαντοπάλαμος, γιγαντόχειρ
μσν.-νεοελλ. γιγαντοδύναμος, γιγαντόσωμος
νεοελλ.
γιγανταιώρημα, γιγαντόκορμος, γιγαντομαχώ, γιγαντοφυΐα].