μεταδρομή

From LSJ
Revision as of 07:51, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδρομή Medium diacritics: μεταδρομή Low diacritics: μεταδρομή Capitals: ΜΕΤΑΔΡΟΜΗ
Transliteration A: metadromḗ Transliteration B: metadromē Transliteration C: metadromi Beta Code: metadromh/

English (LSJ)

ἡ, A pursuit, chase, esp. of hounds, X.Cyn.3.7 (pl.); μ. Ἐρινύων E.IT941 (pl.). 2 running to and fro, of hunted hares, Plu.2.971d (pl.).

German (Pape)

[Seite 146] ἡ, das Nachlaufen, Verfolgen; μεταδρομαῖς Ἐρινύων ἠλαυνόμεσθα, Eur. I. T. 941; Xen. Cyn. öfter; auch = Angreifen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταδρομή: ἡ, καταδίωξις, κυνήγημα, ἰδίως ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 7, κτλ· μ. Ἐρινύων Εὐρ. Ι. Τ. 941.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
poursuite, chasse.
Étymologie: μεταδραμεῖν.

Greek Monolingual

μεταδρομή, ἡ (Α)
1. καταδίωξη, κυνηγητό («μεταδρομαῑς Ἐρινύων», Ευρ.)
2. αλλαγή πορείας
3. τρέξιμο πάνω κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δρομή (πρβλ. -δραμ-ον, αόρ. β' του τρέχω), πρβλ. διαδρομή, επιδρομή].

Greek Monotonic

μεταδρομή: ἡ, κυνήγι, καταδίωξη, σε Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μεταδρομή: ἡ преследование, погоня Xen.: μεταδρομαῖς Ἐρινύων ἠλαυνόμεσθα Eur. за мной неотступно гнались Эринии.

Middle Liddell

μετα-δρομή, ἡ,
a running after, pursuit, Eur., Xen.

English (Woodhouse)

pursuit

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)