ἐνοίκιος

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνοίκιος Medium diacritics: ἐνοίκιος Low diacritics: ενοίκιος Capitals: ΕΝΟΙΚΙΟΣ
Transliteration A: enoíkios Transliteration B: enoikios Transliteration C: enoikios Beta Code: e)noi/kios

English (LSJ)

ον, A in the house, keeping at home, ἐνοίκιος ὄρνις = dunghill cock, A.Eu.866. II as substantive, 1 ἐνοίκιον, τό, house-rent, Lys.Fr. 27, Is.6.21, D.48.45, AP11.251 (Nicarch.), Plu.Sull.1: pl., BCH6.10 (Delos, ii B. C.), Ps.-Luc.Philopatr.20, POxy.104.15 (i A. D.): metaph., τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχή Thphr. ap. Plu.2.135e; rent in general, ἀποθήκης, θησαυροῦ, BGU32.3, PTeb.520. b allowance in lieu of quarters, IG11(2).144.27 (Delos, iv B. C.). 2 ἐνοίκιον, τό, dwelling, D.P.668.

German (Pape)

[Seite 849] im Hause; ὄρνις, Hausvogel, Aesch. Eum. 828; – τὸ ἐνοίκιον, – a) Wohnung, D. Per. 668. – b) Miethzins, Miethe; Dem. 48, 45; Is. 6, 21; Luc. D. Meretr. 7, 2; Nicarch. 33 (XI, 251).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοίκιος: -ον, (οἶκος) ὁ ἐν τῷ οἴκῳ ὤν, οἴκοι διαμένων, κατοικίδιος, ἐνοίκιος ὄρνις, ἀλέκτωρ, ἐνοικίου δ’ ὄρνιθος οὐ λέγω μάχην Αἰσχύλ. Εὐμ. 866· πρβλ. ἐνδομάχας. ΙΙ. ὡς οὐσ., 1) ἐνοίκιον, τό, ὡς παρ’ ἡμῖν, Λυσ. Ἀποσπ. 15, Ἰσαῖος 58. 23, Δημ. 1179. 23, Ἀνθ. Π. 11. 251· τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχὴ Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 139Ε. 2) ἐνοίκιον, τό, οἴκησις, σχέτλιοι, οἳ περὶ κεῖνον ἐνοίκια χῶρον ἔχουσιν, «σχετλιασμοῦ δὲ ὄ ἐκεῖνοι οἱ ἄνδρες ἄξιοι, οἵτινες περὶ τὸν ποταμὸν ἐκεῖνον τὴν οἴκησιν αὐτῶν ἔχουσιν» (Παράφρ.) Διον. Π. 668.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
domestique.
Étymologie: ἔνοικος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1doméstico, casero, de corral ὄρνις A.Eu.866.
2 econ. relativo al alquiler τὰ χρέα τοῖς δανεισταῖς ἀποδώσει καὶ τά τε ἐνοίκια πάντα καὶ τὰ δημόσια Luc.Philopatr.20.
II subst. τὸ ἐ.
1 econ. renta, alquiler de propiedades (casas, almacenes y otros locales) privadas o estatales φοιτᾶν ... ἐπὶ τὸ ἐ. ἑκάστοτε ir cada vez a cobrar la renta Is.6.21, cf. Lys.Fr.21, ἐνοικίου δίκη τῆς οἰκίας juicio por el alquiler de la casa D.48.45, ἐ. οὐ πράξει [ἡ π] όλις τοὺς πριαμένους SEG 48.96.20 (Atenas IV a.C.), (διδόναι) ἐνοίκιον ... τῷ σταθμούχῳ Aristo Stoic.1.86, τὸ ἐ. ὁ μισθώσας el que ofrece el alquiler, el arrendador Bio Bor.68, τὸ ἐ. ... ὀφείλειν μηνῶν πένθ' deber el alquiler de cinco meses, AP 11.251 (Nicarch.), cf. ID 442A.48 (II a.C.), τὸ ἐ. κατέβαλεν ὑπὲρ ἡμῶν Luc.DMeretr.14.3, ᾤκει παρ' ἑτέροις, ἐ. οὐ πολὺ τελῶν Plu.Sull.1, πλούσιος μὲν γέγονεν, ... καὶ πάντα μὲν ἔχει μόνος ἐνοίκιον δὲ τελεῖ Plu.2.1058d, τὸ ἐ. ἀφήσειν perdonar el pago de la renta D.C.42.22.3, cf. 32.2, Poll.1.75, 10.20, Hierocl.Facet.194, en prov. πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐ. para los que exigen grandes esfuerzos, Apostol.14.31
esp. en pap. (donde sin embargo se duda si es tasa que paga el arrendador al estado por el cobro de alquileres) ἔσχον ὑπὲρ ἐνοικίου διοικήσεως Χάρακος OCair.GPW 59.3 (II d.C.), a veces c. gen. del local alquilado ὑπὲρ ἐνοικίου ἀποθήκης BGU 32.3 (II/III d.C.), τοῦ ἐνοικίου οὗ τελεῖτε ἀπὸ τῶν ἐργαστηρίων de la renta que pagáis por los talleres, NIS 2.3.9 (III a.C.), Ἀτρεὺς ἕξει τὴν ἐνοίκησιν καὶ τὰ πε[ρ] ιεσόμενα ἐνοίκια τῆς σημαινομένης οἰκίας POxy.104.15 (I d.C.), ἔσχον παρά σου τὸ ἐ. ὑπὲρ ἧς ἔχεις κέλλης PLouvre 41.5 (III d.C.)
en gen. por el alquiler, en concepto de alquiler ἐνοικίου θησαυροῦ ἀρτάβην μίαν por el alquiler del almacén una artaba, BGU 644.23 (I d.C.), ἐνοικίου κατ' ἔτος δραχμῶν ἑβδομήκοντα δύο POxy.3200.12 (II/III d.C.), cf. PLond.972 (III d.C.), PMich.620.16 (III d.C.), SB 10560.2, 15925.7 (ambos VI d.C.)
fig. πολὺ τῷ σώματι τελεῖν ἐνοίκιον τὴν ψυχήν Thphr. en Plu.2.135e, βαρὺ δὴ τὸ ἐ. τῶν δέκα μηνῶν εἰσπράττεσθαι αὑτοῦ τὴν μητέρα que su madre le cobraba un elevado alquiler por los diez meses (que lo había llevado en su vientre), ref. a Olimpíade madre de Alejandro, Arr.An.7.12.6, ἀποδῶμεν καὶ ... μισθὸν ... οἷόν τι ἐνοίκιον τῷ θεῷ τῆς ἐνταῦθα ἐνοικήσεως Clem.Al.Protr.11.115.
2 asignación concedida para un alquiler, dieta o subsidio de vivienda para un arquitecto IG 11(2).144A.27 (IV a.C.).
3 vivienda, morada, albergue σχέτλιοι, οἳ περὶ κεῖνον ἐνοίκια χῶρον ἔχουσιν ref. a la llanura escitia, D.P.668
habitáculo, local Iul.Ascal.34.

Greek Monotonic

ἐνοίκιος: -ον (οἶκος),
I. αυτός που κατοικεί στο σπίτι, κατοικίδιος, οικόσιτος, ἐν. ὄρνις, ο πετεινός του κοτετσιού, σε Αισχύλ.
II. ως ουσ. ἐνοίκιον, τό, το ενοίκιο σπιτιού, σε Δημ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνοίκιος: домашний (ὄρνις Aesch.).

Middle Liddell

ἐν-οίκιος, ον οἶκος
I. in the house, keeping at home, ἐν. ὄρνις a dunghill cock, Aesch.
II. as substantive, ἐνοίκιον, ου, τό, house-rent, Dem., Anth.