χίμετλον

From LSJ
Revision as of 13:25, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐμετλον Medium diacritics: χίμετλον Low diacritics: χίμετλον Capitals: ΧΙΜΕΤΛΟΝ
Transliteration A: chímetlon Transliteration B: chimetlon Transliteration C: chimetlon Beta Code: xi/metlon

English (LSJ)

τό, A chilblain, mostly in plural, Hippon.19.4, Ar.V.1167, Nic.Th.682, Lyc.1290: sg., Poll.2.198. (Cogn. with χεῖμα; misspelt χείμεθλον, χείμετλον in Gloss.)

German (Pape)

[Seite 1356] το, wie χείμετλον, Frostbeule, Frostschaden; Ar. Vesp. 1167; Arist. rhet. 3, 11; ποδῶν Lycophr. 1290, Schol. τραύματα καὶ ἀποκαύματα, τὰ ἐκ χειμῶνος ἀποψύγματα; vgl. auch Schol. Arat. 294.

Greek (Liddell-Scott)

χίμετλον: τό, τὸ ἐν χειμῶνι γινόμενον ἕλκος ὑπὸ ψύχους, γίνεται δὲ ἐπὶ τῶν δακτύλων τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν, κοινῶς «χιονίστρα», «ξεπάγιασμα», Λατ. pernio, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἱππῶναξ 13, Ἀριστοφ. Σφ. 1167· ἔχων ὑπὸ ποσσὶ χίμετλα Κωμ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 6, πρβλ. Νικ. Θηρ. 682, Λυκόφρ. 1290. - Ὁ τύπος χίμετλον (μετὰ ῐ) ἀποδείκνυται ὡς ὀρθὸς ἐκ τῶν μνημονευθέντων χωρίων (καὶ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. τὸ ι εἶναι βραχύ) ἀλλ’ ἐνίοτε φέρεται χείμετλον ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. Πρβλ. χιμέτλη.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
engelure.
Étymologie: DELG χεῖμα.

Russian (Dvoretsky)

χίμετλον: τό обмороженное место Arph.

Middle Liddell

χίμετλον, ου, τό, χιών
a chilblain, kibe, Lat. pernio, Ar.

Frisk Etymology German

χίμετλον: {khímetlon}
See also: s. χεῖμα.
Page 2,1101