ἐναντίωμα

From LSJ
Revision as of 07:10, 16 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ciu. " to " ciudad ")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναντῐωμα Medium diacritics: ἐναντίωμα Low diacritics: εναντίωμα Capitals: ΕΝΑΝΤΙΩΜΑ
Transliteration A: enantíōma Transliteration B: enantiōma Transliteration C: enantioma Beta Code: e)nanti/wma

English (LSJ)

ατος, τό, A anything opposite or opposed, obstacle, hindrance, Th.4.69, D.18.308, Plu.Lys.23; ἐχθροῖς ἐναντιώματα opposition offered to them, D.18.309. 2 incompatibility, Pl. R.524e: pl., conflicting impulses, ib.603d; differences, discrepancies, πρός τι Arist.PA695a18.

German (Pape)

[Seite 827] τό, Widerstand, Hinderniß; Thuc. 4, 69; Plat. Alc. I, 103 a; πρός τι, Plut. Lys. 23; das Gegentheil, der Gegensatz, Plat. Rep. VII, 524 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναντίωμα: τό, πᾶν τὸ ἐναντιούμενον, ἐμπόδιον, κώλυμα, Θουκ. 4. 69, Δημ. 328. 7· ἐχθροῖς ἐναντιώματα, ἀντίστασις ἐναντίον αὐτῶν, αὐτόθι 21· ἐν. πρός τι Πλουτ. Λύσ. 23. 2) ἀντίθεσις, ἀσυμφωνία, Πλάτ. Πολ. 524Ε, 603D.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
opposition.
Étymologie: ἐναντιόομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1impedimento, δαιμόνιον Pl.Alc.1.103a, συμβεβηκέναι ἐ. D.18.308, cf. Plu.Lys.23
frec. plu. impedimentos, contrariedades, adversidades ἀνθρώπινα Cat.Ps.118 Pal.162d2, cf. Vett.Val.26.18, c. dat. τοῖς ... ἐχθροῖς ἐναντιώματα D.18.309, cf. Aristid.Or.1.109, 47.45, c. giro prep. πρὸς ἀρετὴν Cat.Ps.118 Pal.6b1, c. gen. τῆς πόλεως Aristid.Or.1.316, 10.21.
2 oposición, resistencia de una ciudad asediada, Th.4.69, c. gen. subjet. τῶν Ἑλλήνων Aristid.Or.1.212.
II lóg.
1 contradicción, aspecto contradictorio μυρίων ... ἐναντιωμάτων ... ἡ ψυχὴ γέμει ἡμῶν nuestra alma está cargada de múltiples contradicciones Pl.R.603d, cf. 524e, del discurso, Arist.SE 174b20, Anaximen.Rh.1430a17, cf. Ath.187e, de la filosofía estoica, Plu.2.1047c, 1048c, μέγιστον ἐ. ... ἅμα μὲν πάθη ποιεῖν τῆς αἰσθήσεως ἅμα δὲ τοῖς σχήμασι διορίζειν Thphr.Sens.69 (= Democr.A 135), cf. Ach.Tat.Phaen.3.2.
2 diferencia πρὸς τὸ τῶν ὀρνίθων γένος del avestruz, Arist.PA 695a18
diferencia, discrepancia οὐδὲν ἐκώλυσεν ἡμᾶς τὰ ὑπάρχοντα ἐναντιώματα ... συλλαβεῖν αὐτοῖς Aristid.Or.11.23.

Greek Monolingual

ἐναντίωμα, το (Α)
1. αυτό που εναντιώνεται σε κάτι, αντίθεση, κώλυμα, εμπόδιο, φραγμός
2. το ασυμβίβαστο, αδυναμία συμβιβασμού
3. πληθ. α) διαφορές, ασυμφωνίες
β) αντίθετες ή συγκρουόμενες τάσεις.

Greek Monotonic

ἐναντίωμα: -ατος, τό (ἐναντιόομαι
1. εμπόδιο, κώλυμα, πρόσκομμα, σε Θουκ., Δημ.
2. αντίθεση, αντίσταση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐναντίωμα: ατος τό
1) противодействие, препятствие Thuc., Dem., Plut.;
2) противоположность, противоречие Plat., Arst.

Middle Liddell

ἐναντίωμα, ατος, τό, n ἐναντιόομαι
1. an obstacle, hindrance, Thuc., Dem.
2. a contradiction, discrepancy, Plat.

English (Woodhouse)

hindrance, impediment, obstacle, opposition, act of opposing, anything that hinders

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)