μήπω

From LSJ
Revision as of 11:45, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήπω Medium diacritics: μήπω Low diacritics: μήπω Capitals: ΜΗΠΩ
Transliteration A: mḗpō Transliteration B: mēpō Transliteration C: mipo Beta Code: mh/pw

English (LSJ)

or μή πω, I as Adv. not yet, Od.22.431, etc.; ἀλλὰ μήπω τοῦτο (sc. σκοπεῖτε) D.21.90: in expostulation, μή τώ τι μεθίετε Il.4.234, 17.422, etc.; μήπω γε nay, not yet, A.Pr.631: folld. by πρίν, Il. 18.134, S.Ph.961, 1409 (anap.): c. opt. precantis, μήπω μανείη E.Hec. 1278; μήπω νοῦ τοσόνδ' εἴην κενή S.El.403. II as Conj., lest yet, κελόμην ἐπιβαινέμεν... μή πώ τις… λάθηται Od.9.102 (v.l.).

German (Pape)

[Seite 177] noch nicht; μήπω τι μεθίετε θούριδος ἀλκῆς, lasset noch nicht nach, Il. 4, 234; Od. 23, 59 u. öfter; auch = μήπως, μήπω τις λωτοῖο φαγὼν νόστοιο λάθηται, 9, 102; μήπω μ' ἐρώτα, frage mich noch nicht, Soph. O. R. 740; auch wohl = μήποτε, vgl. Soph. El. 395; Lob. Phryn. 458; Mein. Men. 401; μήπω γε, nur jetzt wenigstens noch nicht, Aesch. prom. 634; Soph. Phil. 1395.

Greek (Liddell-Scott)

μήπω: ἢ μή πω, Ι. ὡς ἐπίρρ., μὴ ἀκόμη, Λατ. nondum, Ὀδ. Χ. 431, κτλ.· ἀλλὰ μήπω ταῦτα (δηλ. σκοπεῖτε) Δημ. 543. 14· ― ἐπὶ προτροπῆς, Ἀργεῖοι, μή πώ τι μεθίετε θούριδος ἁλκῆς Ἰλ. Δ. 234., Ρ. 422, κτλ.· μήπω γε, μὴ ἀκόμη, Αἰσχύλ. Πρ. 631· ἑπομένου τοῦ πρίν, Ἰλ. Σ. 134, Σοφ. Φ. 961, 1409· ― μετ’ εὐκτ. δηλούσης εὐχήν, μήπω μανείη Εὐρ. Ἑκ. 1278· ἐνίοτε ἁπλῶς ἐπὶ ἰσχυρᾶς ἀρνήσεως, Σοφ. Ἠλ. 403, πρβλ. πω 2. ΙΙ. ὡς σύνδεσμ., μήπως, σπερχομένους νηῶν ἐπιβαινέμεν... μή πώ τις (νῦν μή πώς τις) λωτοῖο φαγὼν νόστοιο λάθηται Ὀδ. Ι. 402, κτλ.

French (Bailly abrégé)

v. μή in fine.

English (Autenrieth)

see μή and ποτέ, πού, πώ, πώς.

English (Strong)

from μή and -πω; not yet: not yet.

English (Thayer)

(or μή πω, L Tr in μή and πω) (from Homer down), adverb;
1. not yet: in construction with the accusative and infinitive, μήπω γάρ γεννηθέντων, though they were not yet born, lest in any way (?): Acts 27:29 Lachmann

Greek Monolingual

μήπω και μή πω (Α)
1. (ως επίρρ.) μη ακόμη, όχι ακόμη
2. (ως σύνδ.) μήπως.

Greek Monotonic

μήπω: ή μήπω,
I. ως επίρρ., όχι ακόμη, Λατ. nondum, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
II. ως σύνδ., ότι όχι ακόμη, μήπως ακόμη, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

μήπω: = μή πω (см. μή).

Middle Liddell

μή-πω,
or μή, πω,
I. as adv. not yet, Lat. nondum, Od., attic
II. as Conj. that not yet, lest yet, Od., etc.

Chinese

原文音譯:m»pw 姆-坡
詞類次數:副詞(2)
原文字根:不-(似的 尚)(?那)
字義溯源:仍未,尚未,還未,還沒有;由(μή / μήγε / μήπου)*=否定,不)與(πώς)=尚)組成;其中 (πώς)出自(πώς / ποταπῶς)=未知如何), (πώς / ποταπῶς)出自(πού)=大約,某處),而 (πτύον)出自(πορφυρόπωλις)X*=有些)。註:組成本字的編號 (πώς)係一字尾,不能單獨使用,必須與其他編號組合使用。參讀 (πώς
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 還沒有(1) 羅9:11

English (Woodhouse)

not yet

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)