εμποδίζω

From LSJ
Revision as of 17:09, 8 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source

Greek Monolingual

και μποδίζω και μποδάω (AM ἐμποδίζω, Μ και ἀμποδίζω και μποδίζω)
παρεμβάλλω εμπόδιο, γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο, εναντιώνομαι σε κάτι, απαγορεύω, δυσχεραίνω, παρακωλύω («και σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται θαμά», Σοφ.)
νεοελλ.
(μτχ. παθ. παρακμ.) (ε)μποδισμένος
απαγορευμένος ως προς κάτι («[ε]μποδισμένο χωράφι» — στο οποίο απαγορεύεται η βοσκή)
μσν.
μέσ.
1. ματαιώνομαι («νά μὴν τὸ μάθη ὁ Φλώριος καὶ ἐμποδιστῆ τὸ πρᾱγμα», Φλώρ.)
2. δυσκολεύομαι, βρίσκω εμπόδια («ὅταν εἰς γῆρας γὰρ ἐλθῇ..., ἀμβλυωπεῑ... μποδίζεται βαδίζειν», Φυσιολ.)
αρχ.
1. δένω τα πόδια κάποιου, δεσμεύω («ἐμποδίσαντες τοὺς μάντιας καὶ χεῖρας ὀπίσω δήσαντες», Ηρόδ.)
2. (με δοτ. πράγμ.) γίνομαι εμπόδιο («ἐμποδιοῦσιν ἀλλήλαις», Αριστοτ.)
3. πιέζω με το πόδι, πατικώνω, συμπιέζω, πλαταίνω κάτιὥσπερ ἐμποδίζων ἰσχάδας» — σαν να συμπιέζει με το πόδι ξερά σύκα, για να τά αρμαθιάσει, να τά κάνει αρμαθιές, τσαπέλες
Αριστοφ.).