λεκτός

From LSJ
Revision as of 20:05, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεκτός Medium diacritics: λεκτός Low diacritics: λεκτός Capitals: ΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: lektós Transliteration B: lektos Transliteration C: lektos Beta Code: lekto/s

English (LSJ)

ή, όν, (λέγω B) A gathered, chosen, picked out, of stones, λ. έκ γαίης λάους Hes.Fr.115.3; στόλος A.Pers.795; ᾐθέων λεκτοί S.OT 19, etc. II capable of being spoken, to be spoken, ἔστ' ἐκείνῳ πάντα λεκτά Id.Ph.633; κακὸν οὐ τλητὸν οὐδὲ λεκτόν E.Hipp.875; οὔτε λ. οὔτε πιστόν Ar.Av.423 (lyr.): λεκτόν, τό, an expression (opp. mere φωνή), A.D.Adv.136.32; a word (with a meaning), Id.Pron.59.1, al.; τὰ λ. predications, Cleanth.Stoic.1.109; but later, expressions, phrases (including statements, questions, commands, wishes, etc.), Stoic.2.58, 61, al.; coupled with προτάσεις and ἀξιώματα, Plot.5.5.1.

German (Pape)

[Seite 27] 1) gesammelt, auserlesen; στρατός Soph. O. R. 19; Hes. frg. 11; ἀλλ' εὐσταλῆ καὶ λεκτὸν ἀροῦμεν στόλον Aesch. Pers. 781; Eur. Suppl. 356 u. sp. D. – 2) sagbar, zu sagen; ἔστ' ἐκείνῳ πάντα λεκτά, er darf Alles sagen, Soph. Phil. 638; Ar. Av. 422; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεκτός: -ή, -όν, (λέγω Β) συνειλεγμένος, ἐκλεκτός, «διαλεκτός», Ἡσ. Ἀποσπ. 35. 3, Αἰσχύλ. Πέρσ. 795, Σοφ. Ο. Τ. 19, κτλ. ΙΙ. (λέγω Γ) ὃν δύναταί τις νὰ εἴπῃ, ἔστ’ ἐκείνῳ πάντα λεκτὰ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 633· κακὸν οὐ λεκτὸν Εὐρ. Ἱππ. 875· οὔτε λεκτ. οὔτε λεκτ. οὔτε πιστὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 422· τὰ λεκτά, πράγματα ἔχοντα μόνον κατ’ ὄνομα ὕπαρξιν, ὡς ὁ χρόνος καὶ ὁ χῶρος, ἀφῃρημένα πράγματα, Στωϊκὸς ὅρος παρὰ Πλουτ. 2. 1116Β, Διογ. Λ. 7. 43 καὶ 63.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 rassemblé, choisi;
2 qu’on peut dire : τὰ λεκτά PLUT t. stoïc. les choses qui n’existent qu’en parole ou dans la pensée, càd non visibles ou non tangibles (comme l’espace et le temps), les choses abstraites.
Étymologie: λέγω² et λέγω³.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α λεκτός, -ή, -όν) λέγω
αυτός που μπορεί να λεχθεί («ἀλλ' ἔστ' ἐκείνῳ πάντα λεκτά», Φίλ.)
αρχ.
1. εκλεκτός, διαλεχτός («ἀλλ' εὐσταλῆ τοι λεκτὸν ἀροῦμεν στόλον», Αισχύλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεκτόν
α) έκφραση
β) λέξη που έχει σημασία
γ) στον πληθ. τὰ λεκτά
i) κήρυγμα, διδαχή
ii) φράσεις που περιέχουν διαπιστώσεις, ερωτήσεις, διαταγές, πόθους κ.λπ.

Greek Monotonic

λεκτός: -ή, -όν (λέγω Β), συναθροισμένος, εκλεκτός, διαλεχτός, επίλεκτος, σε Αισχύλ., Σοφ., κ.λπ.
II. (λέγω Γ), ικανός να λεχθεί, σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

λεκτός: λέγω II] избранный, отборный (στόλος Aesch.): ᾐθέων λεκτοί Soph. отборная молодежь.
λέγω III] могущий быть сказанным, выразимый: ἔστ᾽ ἐκείνῳ πάντα λεκτά Soph. он сказать может все, (что угодно); οὔτε λ. οὔτε πιστός Arph. невыразимый и невообразимый.

Middle Liddell

λεκτός, ή, όν
I. (λέγω2) gathered, chosen, picked out, Aesch., Soph., etc.
II. (λέγω3) capable of being spoken, to be spoken, Soph., Eur., etc.

English (Woodhouse)

chosen, able to be told, singled out, that may be divulged, that may be spoken

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)