ἁλυκός

From LSJ
Revision as of 16:00, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλῠκός Medium diacritics: ἁλυκός Low diacritics: αλυκός Capitals: ΑΛΥΚΟΣ
Transliteration A: halykós Transliteration B: halykos Transliteration C: alykos Beta Code: a(luko/s

English (LSJ)

ή, όν, salt, Hp.Acut.42, Aër.1, Ar.Lys.403, LXX Ge.14.3; brackish, Thphr.HP4.3.5.

German (Pape)

[Seite 110] salzig, Plat. Tim. 65 d u. Folgd.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλῠκός: -ή, -όν, ἁλμυρός, Ἱππ. π. διαί. Ὀξ. 390, Ἀριστοφ. Λυσ. 403, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
salé.
Étymologie: ἅλς².

Spanish (DGE)

(ἁλῠκός) -ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1salado, salino de humores naturales πτύσματα Hp.Acut.42, φλέγματα Pl.Ti.86e, cf. 65e, χυμοί Praxag.Cous 22, cf. Phylotim.9, δάκρυ Call.Fr.313, ἱδρώς Thphr.Sud.4.
2 salado, salobre del mar y aguas minerales, Hp.Aër.1, cf. Arist.Pr.934a30, ὕδατα Ps.Dicaearch.1.27, νὴ τὸν Ποσειδῶ τὸν ἁλυκόν Ar.Lys.403, ὁ ἁλυκὸς ζάψ Simm.11, τὴν φάραγγα τὴν ἁλυκήν = el barranco salado, el mar Muerto LXX Ge.14.3, ἁλυκὴ θάλασσα LXX De.3.17, Nu.34.3
subst. τὸ ἁλυκόν = la salinidad del mar, Plu.2.913c, ὁ ἁλυκός = el mar, EM 948, cf. ἁλύκη Hsch.
3 salado, sazonado con sal ῥοφήματα, σιτία Hp.Aff.40, ὕδωρ Arist.HA 574a8, οἶνος Thphr.Od.48, τιμῆς τυρῶν ἁλυκῶν BGU 14.4.22 (III d.C.)
subst. τὰ ἁλυκά = alimentos salados, salazones Hp.Epid.7.68
ἁλυκή = salazón ζύτου καὶ ... ἁλυκῆς de cerveza y salazón, BGU 1069.ue.9 (III d.C.), cf. PLond.1393.36, ἁλυκῆς τάλαντα ɛ̄ para el aprovisionamiento de tropas POxy.2567.21 (III d.C.) en BL 6.110, cf. SB 9232.3.
II salado, saleroso, chistoso αὐτοσκώμματα Alciphr.3.7.2.

English (Strong)

from ἅλς; briny: salt.

English (Thayer)

(ή, salt (equivalent to ἁλμυρός): Aristophanes) Plato, Tim., p. 65e.; Aristotle, Theophrastus, others.)

Greek Monolingual

ἁλυκός, -ή, -όν (Α)
1. αλμυρός
2. ο λίγο αλμυρός, υφάλμυρος, γλυφός
3. «Ἁλυκὴ θάλασσα», στην Π. Διαθήκη η Νεκρά θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς το -υ- του θ. δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βεβαιότητα
πιθ. να οφείλεται σε επίδραση της λ. ἁλμυρός.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλυκάτος, ἁλυκεία, ἁλυκίς, ἁλυκότης, ἁλυκώδης
νεοελλ.
αλυκή].

Russian (Dvoretsky)

ἁλῠκός: (ᾰ) [ἅλς I] морской, владеющий морями (Ποσειδῶν Arph.).
[ἅλς II] соленый (μέρη τῆς σαρκός Plat.).

Chinese

原文音譯:¡lukÒj 哈呂可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:鹽(的)
字義溯源:鹹的;源自(ἅλς)*=鹽)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 鹹的(1) 雅3:12