δεκάχιλοι

From LSJ
Revision as of 08:53, 3 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκᾰ́χῑλοι Medium diacritics: δεκάχιλοι Low diacritics: δεκάχιλοι Capitals: ΔΕΚΑΧΙΛΟΙ
Transliteration A: dekáchiloi Transliteration B: dekachiloi Transliteration C: dekachiloi Beta Code: deka/xiloi

English (LSJ)

[κᾰ], αι, α, ten thousand, Il.5.860, 14.148; cf. ἐννεάχιλοι. (Aristarch. read the true Ion. form δεκάχειλοι (from ĝhezl-) which he mistranslated "ἐννέα χείλη ἔχοντες," Sch.T.Il.14.148.)

German (Pape)

[Seite 543] zehntausend; Homer zweimal, Iliad. 5, 860. 14, 148 ὅσσον τ' (δ') ἐννεάχιλοι ἐπίαχον ἢ δεκάχιλοι ἀνέρες ἐν πολέμῳ, ἔριδα ξυνάγοντες Ἄρηος. – Luc. Philop. 6.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάχῑλοι: -αι, -α, = δεκακισχίλιοι, αι, α, Ἰλ. Ε. 860., Ξ. 148· πρβλ. ἐννεάχιλοι.

French (Bailly abrégé)

αι, α;
dix mille.
Étymologie: δέκα, χίλιοι.

Spanish (DGE)

(δεκάχῑλοι) -αι, -α
• Prosodia: [-ᾰ-]
diez mil, Il.5.860, 14.148, Luc.Philopatr.6.

Greek Monolingual

δεκάχιλοι και δεκάχειλοι, -αι, -α (Α)
δέκα χιλιάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -χιλοι < χίλιοι (πρβλ. εννεάχιλοι)].

Greek Monotonic

δεκάχῑλοι: -αι, -α (χίλιοι), δέκα χιλιάδες, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. ἐννεάχιλοι.

Russian (Dvoretsky)

δεκάχῑλοι: десять тысяч Hom., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεκάχιλοι -αι -α [δέκα, χίλιοι] tienduizend.

Middle Liddell

χίλιοι
ten thousand, Il.; cf. ἐννεάχιλοι.