ἀπαριθμέω

From LSJ
Revision as of 11:08, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰριθμέω Medium diacritics: ἀπαριθμέω Low diacritics: απαριθμέω Capitals: ΑΠΑΡΙΘΜΕΩ
Transliteration A: aparithméō Transliteration B: aparithmeō Transliteration C: aparithmeo Beta Code: a)pariqme/w

English (LSJ)

A count over, take an inventory of, X.Oec.9.10; reckon up, Id.Cyr.5.2.35; μύθους ἀ. recount, Arist.Po.1453a18:—Pass., Ps.-Alex. Aphr.in SE64.11, al. II reckon or pay back, repay, X.Cyr.3.1.42, D H.4.10,etc. III Med., secure payment of a sum owing, IG1.32, cf. ib.22.1122; but, 2 = Act. in Men.Epit.164, cf. Alex.Aphr. in Top.422.3; ἀ. προγόνους δυνάστας Jul.Or.2.83b; enumerate, σοφῶν ὀνόματα Id.Gal.176b.

German (Pape)

[Seite 280] abzählen, einzeln herzählen, Isocr. 3, 12. 5, 26 u. A.; vom Gelde, ab-, zurückzahlen, Xen. Cyr. 3, 1, 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαριθμέω: ἀριθμῶ μετὰ προσοχῆς ἓν πρὸς ἕν, ἀπαριθμήσαντες καὶ γραψάμενοι ἕκαστα Ξεν. Οἰκ. 9. 10· λογαριάζω, ὑπολογίζω, ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 2, 35· μύθους ἀπ., ἐκ νέου ὑπολογίζω, εἰ καὶ καθ’ ἕκαστον εἶδος, ἀπολαβόντες ἀπαριθμησαίμεθα τὰς δυνάμεις αὐτῶν Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 2· λαμβάνω ὑπ’ ὄψιν, πρὸ τοῦ μὲν γὰρ οἱ ποιηταὶ τοὺς τυχόντας μύθους ἀπηρίθμουν, νῦν δὲ περὶ ὀλίγας οἰκίας αἱ κάλλισται τραγῳδίαι συντίθενται Ἀριστ. Ποιητ. 13. 7. ΙΙ. ὑπολογίζω ἢ πληρώνω ἐκ νέου, ἀνταποτίνω, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 42, Διον. Ἁλ. 4. 10, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀπαριθμήσω, ao. ἀπηρίθμησα, pf. ἀπηρίθμηκα;
1 compter avec soin;
2 compter en retour, restituer, payer une dette.
Étymologie: ἀπό, ἀριθμέω.

Spanish (DGE)

I c. ac. de cosas numerables
1 contar, enumerar, hacer el recuento o inventario ἀπηρίθμησαν αὐτοὺς (κολοσσούς) (var.) Hecat.300 (= Hdt.2.143), ἀπαριθμήσαντες καὶ γραψάμενοι ἕκαστα X.Oec.9.10, τοὺς ἄθλους Isoc.5.109, πλίνθους IG 11(2).287 A.99 (Delos III a.C.), ταῦτά μοι ... ἀπαρίθμησαι καθ' ἕν Men.Epit.381, σοφῶν ὀνόματα Iul.Gal.176b, cf. Phld.Mus.p.101K., Sch.Er.Il.1.1f, abs. μηδὲν ἦθος ἐνσημαινόμενος ἀλλ' ὥσπερ ἀπαριθμῶν (leyendo) sin ninguna expresión, como quien lee una cuenta Isoc.5.26
tb. en v. med. πέντε οὐσῶν, ἃς ἀπηριθμήαατο Alex.Aphr.in Top.422.3, cf. in SE 64.11, τὰ χρε̄́ματα IG 12.91.20, cf. 22.1122.14.
2 contar con πλείονα ὄχλον X.Cyr.5.2.35
tb. en v. med. προγόνους δυνάστας Iul.Or.3.83b.
3 pagar διπλάσια X.Cyr.3.1.42, cf. D.H.4.10, PBeatty Panop.2.301 (III d.C.), en v. pas. Plu.2.682a, PBeatty Panop.2219 (III d.C.).
II c. ac.
1 contar, relatar ποιηταὶ τοὺς τυχόντας μύθους Arist.Po.1453a18, cf. Isoc.3.12.
2 interpretar, tocar αὐτήν (κροῦσιν) D.H.Comp.134.14.

Greek Monotonic

ἀπᾰριθμέω: μέλ. -ήσω·
I. συναριθμώ, με προσοχή ανά ένα, λογαριάζω, υπολογίζω, σε Ξεν.
II. υπολογίζω ή πληρώνω πάλι, αποδίδω οφειλή, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπᾰριθμέω:
1) пересчитывать, учитывать (ὄχλον Xen.; πάντα Plut.);
2) отсчитывать, платить (χρήματα διπλάσια Xen.);
3) перечислять (τὰ μέρη τῶν φυτῶν Arst.);
4) пересказывать, рассказывать (τοὺς τυχόντας μύθους Arst.).

Middle Liddell


I. to count over, reckon up, Xen.
II. to reckon or pay back, repay, Xen.