σαργάνη

From LSJ
Revision as of 16:55, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαργάνη Medium diacritics: σαργάνη Low diacritics: σαργάνη Capitals: ΣΑΡΓΑΝΗ
Transliteration A: sargánē Transliteration B: sarganē Transliteration C: sargani Beta Code: sarga/nh

English (LSJ)

[γᾰ], ἡ,= ταργάνη, A plait, braid, A.Supp.788 codd. (lyr.). 2 basket, Aen.Tact.29.6, Timocl.21.7, 2 Ep.Cor.11.33, Luc.Lex.6, PFlor.269.7 (iii A.D.), PLond.2.236.11 (iv A.D.):—v. σάρκινος III.

German (Pape)

[Seite 862] ἡ, wie ταργάνη, Flechtwerk, Geflecht; Korb mit Fischen, Timocl. bei Ath. VIII, 339 e u. IX, 407 a; vgl. auch Arist. H. A. 9, 2, Bekker; Flechte, Band, Aesch. μορσίμου βρόχου τυχεῖν ἐν σαργάναις, Suppl. 769; vgl. Luc. Lexiph. 6.

Greek (Liddell-Scott)

σαργάνη: ἡ, ὡς τὸ ταργάνη, πλέγμα, δεσμός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 788. 2) καλάθιον, Τιμοκλ. ἐν «Ληθ.» 1, Λουκ. Λεξιφάν. 6, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ια΄, 33, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
osier tressé ; corbeille.
Étymologie: DELG terme techn. en -άνη, prob. emprunté.

English (Strong)

apparently of Hebrew origin (שָׂרַג); a basket (as interwoven or wicker-work: basket.

Greek Monolingual

και ταργάνη, ἡ, Α
1. πλέγμα, δεσμός
2. καλάθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., η οποία εμφανίζει επίθημα -άνη (πρβλ. ορκ-άνη, πλεκτ-άνη). Για την εναλλαγή τών αρκτικών -σ- και -τ-, η οποία, κατά μία άποψη, οφείλεται σε αττικισμό, πρβλ. σεῦτλον: τεῦτλον, σίλφη: τίλφη.

Greek Monotonic

σαργάνη: [ᾰ], ἡ,
1. πλέγμα, πλεξίδα, σε Αισχύλ.
2. καλάθι, κοφίνι, σε Καινή Διαθήκη (άγν. προέλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαργάνη -ης, ἡ gevlochten mand, korf.

Russian (Dvoretsky)

σαργάνη:
1) жгут, шнурок Aesch.;
2) плетенка, корзина Luc., NT.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: plaited basket (since IVa).
Derivatives: σαργαν-ίς f. (Cratin. [coni.]), -ιον, -ίδιον n. (pap.) id.. Besides ταργάναι πλοκαί, συνδέσεις, πέδαι H. with τεταργανωμένη = συμπεπλεγ-μένη, συνειλημμένη (H. EM); hyperatticistic? (cf. Schwyzer 319).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Instrument name without etymology, perhaps LW [loanword] (cf. Chantraine Étrennes Benveniste 23f.); formation as πλεκτάνη, ὁρκάνη etc. The traditional connection with σορός (s. v.) a. cogn. (Kögel PBBeitr. 7, 191) leaves the -γ- unexplained. Cf. also on τάρπη. -- The variation is Pre-Greek (s. Furnée 124 s.v. ταργάναι) and points to *tyarg-an-.

Middle Liddell

σᾰργάνη, ἡ,
1. a plait, braid, Aesch.
2. a basket, NTest. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

σαργάνη: {sargánē}
Grammar: f.
Meaning: geflochtener Korb (seit IVa).
Derivative: Davon σαργανίς f. (Kratin. [coni.]), -ιον, -ίδιον n. (Pap.) ib.. Daneben ταργάναι· πλοκαί, συνδέσεις, πέδαι H. mit τεταργανωμένη = συμπεπλεγμένη, συνειλημμένη (H.EM); hyperattizistisch? (vgl. Schwyzer 319).
Etymology : Gerätename ohne Etymologie, viell. LW (vgl. Chantraine Étrennes Benveniste 23f.); Bildung wie πλεκτάνη, ὁρκάνη usw. Die herkömmliche Anknüpfung an σορός (s. d.) u. Verw. (Kögel PBBeitr. 7, 191) läßt das -γ- unerklärt. Vgl. auch zu τάρπη.
Page 2,677

Chinese

原文音譯:sarg£nh 沙而瓜尼
詞類次數:名詞(1)
原文字根:柳條(藍子)
字義溯源:籃筐子,編織的繩子,繩編的籃子,有蓋大籃,筐子;源自希伯來文(שָׂרַג‎)=編織)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 籃筐子(1) 林後11:33