σύννοος

From LSJ
Revision as of 18:05, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύννοος Medium diacritics: σύννοος Low diacritics: σύννοος Capitals: ΣΥΝΝΟΟΣ
Transliteration A: sýnnoos Transliteration B: synnoos Transliteration C: synnoos Beta Code: su/nnoos

English (LSJ)

ον, Att. contr. σύννους, ουν,
A in deep thought, thoughtful, Isoc.1.15, Plu.2.206b, etc.; σ. πρὸς ἑαυτῷ Id.Them.3.
2 anxious, gloomy, βλέμμα Arist.Pr.958a18, cf. Hp.Ep.15, D.H.4.66, etc.; grave, Hp.Medic.1.
3 thoughtful, circumspect, σ. γενέσθαι Arist. Pol.1267a36; τὸ σύννοον Phld.Vit.p.13 J.

German (Pape)

[Seite 1028] att. zsgz. σύννους, nachdenkend, in Gedanken vertieft, gedankenvoll, bedenklich, ernsthaft, sorgenvoll; dem σκυθρωπός entsprechend, Isocr. 1, 15; πρὸς ἑαυτῷ, Plut. Them. 3; Luc. Iov. trag. 1, u. öfter bei Sp.; – γίγνομαι, zu sich selbst, zur Besinnung kommen, Arist. pol. 2, 7; Plut. S. N. V. 3.

Greek (Liddell-Scott)

σύννοος: -ον, Ἀττικ. συνῃρ. -νους, ουν, ὁ βεβυθισμένος εἰς σκέψιν, σκεπτικός, Ἰσοκρ. 5Α, Πλούτ. 2. 206Β, κλπ.· σ. πρὸς ἑαυτῷ ὁ αὐτ. ἐν Θεμιστ. 3. 2) ἐστενοχωρημένος, κατηφής, βλέμμα Ἀριστ. Προβλ. 31. 7, 5, πρβλ. Ἱππ. 1277. 30, Διον. Ἁλ. 4. 66, κτλ. 3) περίφροντις, σ. γενέσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 17.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui réfléchit, pensif, méditatif.
Étymologie: σύν, νόος.

Greek Monotonic

σύννοος: -ον, Αττ. συνηρ. -νους, -ουν·
1. αυτός που είναι βυθισμένος σε βαθιά περισυλλογή, στοχαστικός, σκεπτικός, σε Ισοκρ.
2. αυτός που βρίσκεται σε περίσκεψη, συλλογισμένος, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύννοος -οον, zie σύννους.

Russian (Dvoretsky)

σύννοος: стяж. σύννους 2
1) погруженный в раздумье, размышляющий, задумчивый Isocr., Plut., Luc.;
2) озабоченный, беспокойный (βλέμμα Arst.);
3) рассудительный, осторожный (σ. καὶ ταπεινὸς πρός τινα Plut.).