ἀνάγωγος
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ον, A ill-bred, Timo 51 (Sup.), Plu.2.147f; καύχησις Phld.Vit.p.27 J.; ἀ. καὶ ἀπαίδευτος τρόπος D.S.34/5.2.35; tasteless, σκώμματα Longin.34.2; ῥητορική D.H.Orat.Vett.1; unlearned, Plb. 12.25.6; dissolute, περὶ τὰς ἡδονάς Plu.2.140b; of horses and dogs, ill-broken, unmanageable, X.Mem.3.3.4, 4.1.3, prob. l. in Arist.Ath. 49.1. Adv. -γως Macho ap.Ath.13.580e, LXX 2 Ma.12.14 (Comp.); inerudite et ἀ. Tiro ap.Gell.6.3.12.
German (Pape)
[Seite 185] (ἀγωγή), ohne gehörige Bildung, VLL. ὁ μὴ τῆς δεούσης ἀγωγῆς τετυχηκώς; öfter Plut.; superl. ἀναγωγότατος, Ath. XIII, 588 a; von Hunden, noch nicht abgerichtet, Ggstz καλῶς ἀχθεῖσαι, Xen. Mem. 4, 1, 3; von Pferden, nicht zugeritten, 3, 3, 4. – Adv. ἀναγώγως, roh, Gell. 7, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάγωγος: -ον, ὁ κακῶς ἀνατεθραμμένος, κακῶς ἠγμένος, Τίμων παρ’ Ἀθην. 588Α· ἀμαθής, ἄνευ παιδεύσεως, Πολύβ. 12, 25, 6: ἀκόλαστος, Πλούτ. 2. 140Α, κτλ.: ἐπὶ ἵππων καὶ κυνῶν, ἀτίθασος, ἀδάμαστος, Ξεν. Ἀπομ. 3. 3, 4., 4. 1, 3: ― Ἐπίρρ. -γως Μάχων παρ’ Ἀθην. 580Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans conduite, déréglé;
2 mal dressé (chien, cheval).
Étymologie: ἀ, ἀγωγή.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inculto, falto de instrucción de pers. γραμμοδιδασκαλίδης Timo 51, συγγραφεύς Plb.12.25.6, cf. 34.14.3, PSI 1160.6 (I a.C.), Plu.2.46b, A.Al.1.2.6, PMasp.305.26 (VI a.C.)
•de abstr. ῥητορική D.H.Orat.Vett.1, καύχησις Phld.Vit.p.27, ἀμαθία Ph.1.170, λόγος Ph.1.693
•de caballos y perros indisciplinado, mal domado X.Mem.3.3.4, 4.1.3.
2 grosero τρόπος D.S.Fr.inc.34/35.2.35, σκώμματα Longin.34.2, σύνδειπνος Plu.2.147f
•disoluto ἀκρατὴς δὲ περὶ τὰς ἡδονὰς καὶ ἀ. Plu.2.140b.
II adv. -ως de manera inculta, toscamente Macho 322, Tiro en Gell.6.3.12
•neutr. compar. como adv. LXX 2Ma.12.14.
Greek Monotonic
ἀνάγωγος: -ον (ἀγωγή), αυτός που έχει φτωχή ή άσχημη εκπαίδευση· λέγεται για άλογα, ατίθασος, αδάμαστος, σε Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάγωγος:
1) невоспитанный, разнузданный, распущенный (περὶ τὰς ἡδονάς, ἐν τῷ πίνειν Plut.);
2) необученный, ненатасканный (κύων Xen.); необъезженный (ἵππος Xen.).
Middle Liddell
ἀγωγή
ill-trained, of horses, ill-broken, unmanageable, Xen., etc.