θῶκος

From LSJ
Revision as of 19:18, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῶκος Medium diacritics: θῶκος Low diacritics: θώκος Capitals: ΘΩΚΟΣ
Transliteration A: thō̂kos Transliteration B: thōkos Transliteration C: thokos Beta Code: qw=kos

English (LSJ)

Ionic for θᾶκος.

German (Pape)

[Seite 1229] ὁ, = θᾶκος, der Sitz; Hom.; Pind. P. 11, 6; Sitzung, Sitz im Rath u. in der Volksversammlung; Od. 2, 26. 15, 468; θῶκόνδε, zur Sitzung, Od. 5, 3; θῶκοι ἀμπαυστήριοι Her. 1, 181. – Der Sessel, Her. 9, 84. – Auch Tragg., ἵνα μαντεῖα θῶκός τ' ἔστι Θεσπρωτοῦ Διός Aesch. Prom. 833. – Ep. auch gedehnt θόωκος, Od. 2, 26. 12, 318.

Greek (Liddell-Scott)

θῶκος: ὁ, Ἰων. ἀντὶ θᾶκος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 siège, chaise;
2 action de siéger dans une assemblée.
Étymologie: ion. et épq. c. θᾶκος.

English (Autenrieth)

and θόωκος (Att. θᾶκος) seat, Od. 2.14; assembly, Od. 2.26 .—θῶκόνδε, to the assembly.

English (Slater)


   1 seat Ἰσμήνιον δ' ὀνύμαξεν, ἀλαθέα μαντίων θῶκον (P. 11.6)

Greek Monolingual

ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, Μ θῶκος)
έδρα, κάθισμα
νεοελλ.
1. κάθισμα που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα
2. κάθισμα επίσημου προσώπου («προεδρικός θώκος»)
3. φρ. «οικολογικός θώκος» — η μικρότερη ομάδα βιοτόπου η οποία κατέχεται από έναν οργανισμό ή από ένα είδος
αρχ.
1. έδρα ιερέα
2. συνέδριο, συνέλευση, βουλή
3. αφοδευτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θάκος < θάFακος, με συναίρεση. Σ' αυτόν τον τ. οδηγεί η γλώσσα του Ησύχ. θάβακον
θάκον ή θρόνον. Η προέλευση, όμως, του διαλεκτικού τ. θώκος < θόFακος ή θώFακος οδηγεί στην υπόθεση ότι και ο τ. θάκος ανάγεται σε θόFακος, απ' όπου το θάFακος (> θάκος) με προληπτική αφομοίωση. Κατ' άλλους, η λ. (με θ. θω- / θα-) συνδέεται με το τίθημι, θωμός, θαμά.
ΠΑΡ. αρχ. θακείον, θακεύω, θακώ, θάσσω, θοάζω.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. ερημόθωκος, κοινόθακος, σύνθακος, σύνθωκος, υψίθωκος].

Russian (Dvoretsky)

θῶκος: эп. тж. θόωκος
1) седалище, кресло, стул, Hom., Pind., Her., Plut.;
2) заседание, совещание (οἱ ἄνδρες ἐς θῶκον πρόμολον Hom.; ἐν θώκῳ κατῆσθαι Her.);
3) епископская кафедра Anth.

Frisk Etymological English

See also: s. θᾶκος.

Frisk Etymology German

θῶκος: {thō̃kos}
See also: s. θᾶκος.
Page 1,700