ὑπερείπω
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
A undermine, subvert, metaph., Plu.2.71b:—Pass., Id.Ant.82. II Pass., to be unable to stand, totter, of limbs, fail, Id.Pomp.74; so in aor. 2 ὑπήρῐπον, Il.23.691.
German (Pape)
[Seite 1194] (s. ἐρείπω), niederwerfen, umstürzen, eigtl. indem man die Stütze darunter wegzieht; ὑπερειπομένην καὶ περιπίπτουσαν Plut. Pomp. 74, vgl. Ant. 83. – Im aor. II. intrans., niederstürzen, niedersinken, αὐτοῦ γὰρ ὑπήριπε φαίδιμα γυῖα, Il. 23, 691.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερείπω: ὑποσκάπτω καὶ ἀνατρέπω, Πλούτ. 2. 71Β, ἔνθα ἴδε Wyttenb. - Παθ., ἀνατρέπομαι, ἀναποδογυρίζομαι, ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 74, ἐν Ἀντων. 82. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἀορ. β΄ ὑπήρῐπε. «κατηνέχθη» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 691.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπερείψω, ao.2 ὑπήριπον, etc.
1 tr. miner ou saper en dessous ; Pass. être miné, s’écrouler;
2 intr. à l’ao.2 s’affaisser, s’écrouler.
Étymologie: ὑπό, ἐρείπω.
English (Autenrieth)
only aor. 2 ὑπήριπε, sank under him, Il. 23.691†.
Greek Monolingual
Α
1. υποσκάπτω
2. (αμτβ.) πέφτω, σωριάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐρείπω «κατεδαφίζω, καταστρέφω, κατακρημνίζω»].
Greek Monotonic
ὑπερείπω:I. υπονομεύω, ανατρέπω, αναποδογυρίζω — Παθ., σε Πλούτ.
II. αμτβ., σε αόρ. βʹ ὑπήρῐπον, κατρακυλώ, σωριάζομαι, καταρρέω, πέφτω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερείπω:
1) рушиться, падать: ὑπήριπε γυῖα Hom. рухнул всем телом (побежденный Эвриал);
2) рушить, сокрушать, валить: ὑπερειπομένη καὶ περιπίπτουσα Plut. падающая в обморок (Корнелия).
Middle Liddell
I. to subvert:—Pass., Plut.
II. intr. in aor2 ὑπήρῐπον, to tumble, fall down, Il.