ἐπιχαλκεύω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
A forge upon an anvil, μύδρους A.Fr.307; ἐπιχαλκεύειν παρέχοιμ' ἄν, i.e. you can use me as an anvil (I am so hard), Ar.Nu.422; 'drive' a point, Arist.Rh.1419b15 (dub. sens.). II Pass., to be wrought upon, λεπίδες [τοῖς κίοσιν] -κεχαλκευμέναι J.AJ3.6.3.
German (Pape)
[Seite 1002] darauf schmieden, hämmern, Aesch. frg. 421; Ar. Nubb. 422; übertr., gleichsam auf dem Ambos zurichten, bei Arist. rhet. 3, 19 vom Epilog, dem κατασκευάζειν ἑαυτῷ εὖ τὸν ἀκροατήν entsprechend, entweder künstlich ausarbeiten, oder Schlag auf Schlag treffen u. rühren.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχαλκεύω: χαλκεύω, κατασκευάζω τι σφυρηλατῶν ἐπὶ ἄκμονος, κἀπιχαλκεύειν μύδρους Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 297· μεταφ., μεταβάλλω τινά, ὡς διὰ σφυρηλατήσεως, πρὸς τὸν σκοπόν μου, τὸν πλάττω κατὰ τὴν θέλησίν μου, Ἀριστοφ. Νεφ. 422, Ἀριστ. Ρητ. 3. 19, 1. ΙΙ. Παθ., λεπίδες δ’ αὐταῖς ἦσαν ἐπικεχαλκευμέναι πανταχόθεν χρυσαῖ Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 3.
French (Bailly abrégé)
forger sur ; fig. remettre sur l’enclume, travailler de nouveau.
Étymologie: ἐπί, χαλκεύω.
Greek Monolingual
ἐπιχαλκεύω (Α)
1. χτυπώ με τη σφύρα (πυρακτωμένο μέταλλο) επάνω στον άκμονα, στο αμόνι
2. είμαι σκληρός, αμετακίνητος σαν το αμόνι («ἐπιχαλκεύειν παρέχοιμ’ ἄν» — θα μπορούσες να μέ χρησιμοποιήσεις σαν να ήμουνα αμόνι, δεν θα κουνηθώ καθόλου, Αριστοφ.)
3. παθ. ἐπιχαλκεύομαι
έχω επιστρωθεί, επενδυθεί («λεπίδες τοῖς κίοσιν ἐπικεχαλκευμέναι πανταχόθεν χρυσαῑ» — φύλλα χρυσού επενδεδυμένα σε όλη την επιφάνεια τών κιόνων).
Greek Monotonic
ἐπιχαλκεύω: μέλ. -σω, σφυρηλατώ πάνω σε αμόνι, κατασκευάζω σε σιδηρουργείο· μεταφ., ἐπιχαλκεύω τινά, παραποιώ ή αλλάζω τη γνώμη μου, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχαλκεύω:
1) ковать (μύδρους Aesch.);
2) перен. выковывать, отделывать Arph., Arst.
Middle Liddell
fut. σω
to forge upon an anvil: metaph., ἐπ. τινά to forge or mould to one's purpose, Ar.