εὔχαλκος

From LSJ
Revision as of 11:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχαλκος Medium diacritics: εὔχαλκος Low diacritics: εύχαλκος Capitals: ΕΥΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: eúchalkos Transliteration B: euchalkos Transliteration C: eychalkos Beta Code: eu)/xalkos

English (LSJ)

ον, A wrought of fine brass or well-wrought in (or pointed with) brass, στεφάνη Il.7.12; ἀξίνη 13.612; μελίη 20.322; τρίποδες Od.15.84; κράνος A.Th.459; ὅπλα Id.Pers.456.

German (Pape)

[Seite 1108] von schönem Erz, aus Erz schön gearbeitet, λέβης Od. 15, 84, στεφάνη, ἀξίνη, Il. 7, 12. 13, 612, μελίη 20, 322; κράνος Aesch. Spt. 441, ὅπλα Pers. 448; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχαλκος: -ον, εἰργασμένος ἐκ καλοῦ χαλκοῦ ἢ ἐκ καλῶς εἰργασμένου χαλκοῦ, στεφάνη Ἰλ. Η. 12· ἀξίνη Ν. 612· μελίη Υ. 322· τρίποδες Ὀδ. Ο. 84· κράνος Αἰσχύλ. Θήβ. 459· ὅπλα ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 456.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’un bon airain ou bien travaillé en airain.
Étymologie: εὖ, χαλκός.

English (Autenrieth)

of fine bronze, well mounted with bronze, Il. 20.322.

Greek Monolingual

εὔχαλκος, -ον και επικ. τ. ἐΰχαλκος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι κατεργασμένος από χαλκό καλής ποιότητας
2. αυτός που έχει καλή επένδυση από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαλκός.

Greek Monotonic

εὔχαλκος: -ον, δουλεμένος, κατεργασμένος από καλό χαλκό ή από καλοδουλεμένο, καλά επεξεργασμένο χαλκό, σε Όμηρ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὔχαλκος: изготовленный из прекрасной меди, изящно изготовленный из меди или красиво отделанный медью (στεφάνη, ἀξίνη Hom.; κράνος, ὅπλα Aesch.).

Middle Liddell

εὔ-χαλκος, ον
wrought of fine brass or well-wrought in brass, Hom., Aesch.