συγκακοπαθέω

From LSJ
Revision as of 13:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκᾰκοπᾰθέω Medium diacritics: συγκακοπαθέω Low diacritics: συγκακοπαθέω Capitals: ΣΥΓΚΑΚΟΠΑΘΕΩ
Transliteration A: synkakopathéō Transliteration B: synkakopatheō Transliteration C: sygkakopatheo Beta Code: sugkakopaqe/w

English (LSJ)

A partake in sufferings, 2 Ep.Ti.1.8.

German (Pape)

[Seite 963] mit, zugleich, zusammen leiden, – auch mitleiden, mitempfinden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκᾰκοπᾰθέω: μετέχω τῆς κακοπαθείας, τῶν παθημάτων τινός, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμόθ. α΄, 8· συμπάσχω, συμπαθῶ, τινι Βασίλ. ΙΙΙ, 208, κλπ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
souffrir avec, τινι.
Étymologie: σύν, κακοπαθέω.

English (Strong)

from σύν and κακοπαθέω; to suffer hardship in company with: be partaker of afflictions.

English (Thayer)

(T WH συνκακοπαθέω (cf. σύν, II. at the end)), συγκακοπάθω: 1st aorist imperative συγκακοπάθησον; (see κακοπαθέω); to suffer hardships together with one: L T Tr WH; with a dative commodi added, τῷ εὐαγγελίῳ for the benefit of the gospel, to further it, 2 Timothy 1:8. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monotonic

συγκᾰκοπᾰθέω: μέλ. -ήσω, συμμετέχω στις συμφορές κάποιου, δεινοπαθώ από κοινού, συμπάσχω, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συγκακοπᾰθέω: вместе страдать NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κακοπαθέω mede lijden (met), in het lijden delen (van), met dat.. NT.

Middle Liddell

fut. ήσω
to partake in sufferings, NTest.

Chinese

原文音譯:sugkakopaqšw 尋格-卡可-爬帖哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-邪惡-情感
字義溯源:一同受苦,同受,同受苦難;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(κακοπαθέω)=受苦難)組成,其中 (κακοπαθέω)出自(κακοπάθεια / καλοκαγαθία)=困苦),而 (κακοπάθεια / καλοκαγαθία)又由(κακός)*=卑劣的)與(πάθος)=受苦)組成,其中 (πάθος)出自(πάσχω)*=經歷)
出現次數:總共(2);提後(2)
譯字彙編
1) 你要同受(1) 提後2:3;
2) 同受苦難(1) 提後1:8