θυώδης
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
ες, (θύος, ὄδ-ωδα, cf. εὐώδης, δυσώδης) A smelling of incense, fragrant, εἵματα… θυώδεα Od.5.264; θαλάμοιο θυώδεος 4.121; βωμός h.Ap.87; νηός h.Ven.59; ναοί Theoc.17.123; Οὔλυμπος h.Merc.322; λίβανος Emp.128.6; καπνός E.Andr.1026 (lyr.): Comp. -έστερος, τέρμινθος Thphr.HP3.15.3. II (θύον 1) belonging to the tree θύον, ib. 5.4.2.
German (Pape)
[Seite 1229] ες, weihrauchartig, wohlduftend; εἵματα Od. 5, 264. 21, 52; θάλαμος 4, 121; λίβανος Empedocl. bei Ath. XII, 510 d; Sp., ναός Theocr. 17, 123. – Bei Theophr. = dem θύον ähnlich.
Greek (Liddell-Scott)
θυώδης: -ες, (θύος, ὄδωδα, πρβλ. εὐώδης, δυσώδης): - ἔχω τὴν εὐωδίαν θυμιάματος, εὐώδης, ἀρωματικός, εἵματα... θυώδεα Ὀδ. Ε. 264· θαλάμοιο θυωδέος Δ. 121· βωμὸς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 87· νηὸς Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 58, Θεόκρ. 17. 123· Οὔλυμπος Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 322· λίβανος Ἐμπεδ. 422· καπνὸς Εὐρ. Ἀνδρ. 1025. ΙΙ. (θύον, εἶδος) ὡς τὸ δένδρον θύον, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 15, 3., 5. 4, 2.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui a une odeur d’encens ; parfumé, odorant.
Étymologie: θύος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
θυώδης, -ες (Α)
1. αυτός που έχει την ευωδία θυμιάματος, μυρωδάτος, ευώδης, αρωματικός
2. αυτός που ανήκει στο δέντρο θύον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + -ώδης (< όδ-ωδ-α) που διατηρεί στην προκειμένη περίπτωση την αρχική του σημασία «μυρωδάτος»].
Greek Monotonic
θυώδης: -ες (θύος, ὄζω, πρβλ. εὐ-ώδης, δυσ-ώδης), αυτός που μυρίζει λιβάνι, ο εύοσμος, αυτός που έχει ένα όμορφο και γλυκό άρωμα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θῠώδης: пахнущий фимиамом, благовонный, благоуханный, душистый (θάλαμος, εἵματα Hom.; βωμός HH; λίβανος Emped.; καπνός Eur.; ναός Theocr.).
Middle Liddell
θύος, ὄζω, cf. εὐώδης, δυσώδης
smelling of incense, sweet-smelling, Od., Eur.
θυ-ώδης, ες θύος, ὄζω, cf. εὐώδης, δυσώδης
smelling of incense, sweet-smelling, Od., Eur.