Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φλόμος

From LSJ
Revision as of 10:50, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλόμος Medium diacritics: φλόμος Low diacritics: φλόμος Capitals: ΦΛΟΜΟΣ
Transliteration A: phlómos Transliteration B: phlomos Transliteration C: flomos Beta Code: flo/mos

English (LSJ)

ἡ (ὁ Dsc.1.28),
A mullein, Verbascum sinuatum, Cratin.325 (lyr.), Eup.14.5 (anap.), Thphr.HP9.12.3, Dsc.4.103 (who distinguishes four kinds, incl. φλόμος ἀγρία sage of Jerusalem, Phlomis fruticosa); φλόμος ὁ στενόφυλλος, distinguished from φλόμος Ἰδαῖος (= ἑλένιον), Dsc.1.28; cf. πλόμος.
2 φλόμος Ἰονδαία = ὀξυλάπαθον τὸ μέγα, Ps.-Dsc.2.114.

German (Pape)

[Seite 1293] ὁ, Wollkraut, Kerzenkraut, verbascum; Cratin. bei Phryn. p. 110; Theophr.; wird auch φλῶμος, φλόνος, πλόμος geschrieben, und hängt wahrscheinlich mit φλόξ, φλογμός zusammen, weil die dicken, fetten, rauhen Blätter statt der Dochte in den Lampen dienten, Diosc.; vgl. Poll. 6, 103. 10, 115.

Greek (Liddell-Scott)

φλόμος: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. verbascum, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 135, Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 1, 5· ὡσαύτως φλομίς, ίδος, ἡ, Διοσκ. 4. 104· καὶ πλόμος, ἴδε ἐν λέξ.· ἀλλὰ φλόνος (Διοσκ. 4. 104), φλῶμος (Ζωναρ.) φαίνονται ἁπλαῖ παραφθοραί. ― Ὑπῆρχον δὲ πολλὰ εἴδη γνωστὰ τοῖς παλαιοῖς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 12, 3, Διοσκ. 1. 27., 4. 104, Γαλην., κλπ.· τὰ παχέα καὶ ἐριώδη φύλλα αὐτοῦ ἐχρησίμευον ὡς θρυαλλίδες λύχνων, ὅθεν εἶδός τι ἐκαλεῖτο φλομὶς λυχνῖτιςθρυαλλίς, Διοσκ. 4. 104· ἡ ἀγρία φλόμος (Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτέρω) κατὰ τὸν Sibthorp νῦν ὀνομάζεται σφάκα ἢ γαδαροσφάκα καὶ φλόμος.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σφλόμος και φλώμος Ν, και φλῶμος Μ, και φλόνος και θηλ. φλόμος, ἡ, ΜΑ, και πλόμος Α
κοινή σήμερα ονομασία ειδών φυτών του γένους βερμπάσκο, αλλ. φλομόχορτο
νεοελλ.
1. βοτ. κοινή ονομασία ειδών του γένους φλομίς και ιδίως του είδους Phlomis fruticosa, γνωστού επίσης ως γαϊδουροασφάκα
2. ναρκωτική ουσία που λαμβάνεται από τα φυτά αυτά
μσν.
«φλόμος Ἰουδαία» — το φυτό όξυλάπαθον (Ψ Διοσκ.)
αρχ.
«φλόμος Ἰδαῖος» — το φυτό ελένιο (Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. διαφόρων φυτών, άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια στην Ελληνική, όπως υποδεικνύει και η ποικιλία τών μορφών με τις οποίες απαντά. Η αναγωγή της λ. στην ΙΕ ρίζα bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι» (πρβλ. φαλλός, φλέω, φλύω) δεν θεωρείται πιθανή. Ο νεοελλ. τ. σφλόμος με προθετικό σ-, πρβλ. σκόνη: κόνις.

Frisk Etymology German

φλόμος: (Kratin. in lyr., Eup. in anap., Thphr., Dsk.),
{phlómos}
Forms: auch φλόνος (Ps.-Dsk.; Dissim. φμ > φν? Schwyzer 494 u. 830), πλόμος (Arist.)
Grammar: m.
Meaning: Königskerze, Verbascum sinuatum (vgl. Dawkins JHSt. 56, 2 u. 4)
Composita: mit ἱππόφλομος (ἱππο- vergrößernd) Tollkraut, Atropa belladonna (Plin.);
Derivative: φλομίς f. Phlomis samia (Dsk.), φλονῖτις f. = ὄνοσμα, ὀνῖτις (Dsk., Ps.-Dsk.), φλομώδης πόα H. als Erklärung von αἰθιοπίς, πλομίζω ‘mit πλ. vergiften’ (Arist.).
Etymology: Unerklärt; kann sehr wohl LW sein. Nach Persson Beitr. 2, 799 zu bhel- schwellen (s. φαλλός).
Page 2,1029