ἕλος

From LSJ
Revision as of 11:13, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕλος Medium diacritics: ἕλος Low diacritics: έλος Capitals: ΕΛΟΣ
Transliteration A: hélos Transliteration B: helos Transliteration C: elos Beta Code: e(/los

English (LSJ)

εος, τό, A marsh-meadow, ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο Il.20.221, cf. 4.483: generally, marshy ground, ἂν δόνακας καὶ ἕλος Od.14.474, cf. Hdt.1.191, Th.1.110, Inscr.Cypr.135.9 H. (Idalium), X.HG1.2.7, etc. 2 backwater, δάσκιον ἕ. A.R.2.1283.

German (Pape)

[Seite 802] τό, der Sumpf, stehendes Gewässer; καὶ λί. μναι Plat. Legg. VII, 824 b; nach den alten Gramm. bes. σύμφυτοι, σύνδενδροι τόποι; δάσκιον ἕλος Ap. Rh. 2, 1283; bei Hom. Niederung, Aue, wo Erlen u. dgl. wachsen u. Heerden weiden, Il. 4, 483. 20, 221 Od. 14, 474; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 976; Nonn. D. 1, 112. Auch Her. u. Thuc., τὰ ἕλη, von den Niederungen Aegyptens.

Greek (Liddell-Scott)

ἕλος: -εος, τό, τόπος χαμηλὸς πλησίον ποταμῶν, λειμὼν βαλτώδης, ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο Ἰλ. Υ. 221˙ καθόλου, «βάλτος», ἂν δόνακας καὶ ἕλος Ὀδ. Ξ. 474˙ ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 1. 191, Θουκ. 1. 110, κλ. / (Ἐκ τῆς √FΕΛ, πρβλ. τὸ ὄνομα τῆς Ἑλληνικῆς ἀποικίας Ὑέλης ἢ Ἐλέας (Velia), ὡσαύτως τὴν ἐν Ρώμη Velia, περὶ ἧς Διον. ὁ Ἁλ. λέγει ὅτι ὠνομάσθη οὕτως ἐκ τῆς ἑλλ. λέξεως ἕλος (1. 20)˙ ὡσαύτως πρβλ. Velitrae (ἐπι τῆς ὄχθης τοῦ Πωμεντίνου ἕλους) καὶ vallis.)

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
bas-fond, lieu humide et marécageux ; τὰ ἕλη plaines basses et humides de l’Égypte.
Étymologie: DELG vieux th., cf. skr. sáras, i.-e. *selos.

English (Autenrieth)

εος (ϝέλος): meadow-land, marsh, Il. 4.483, Od. 14.474.

Spanish (DGE)

-εος, τό
• Grafía: chipr. e-le-i, IChS 217.9 (Idalion V a.C.)
• Morfología: [gen. contr. -ους]
1 pradera húmeda, hondonal ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο Il.20.221, cf. 4.483, 15.631, IChS l.c., Ath.Agora 19.L9.82 (IV a.C.), POxy.3808.15 (I/II d.C.), D.P.Au.1.2, Artem.5.7
ribera, margen de un río ἀπέστρεψαν εἰς τὸ ἕ. τοῦ Ιορδάνου LXX 1Ma.9.42, cf. Hsch.
2 pantano, marjal, ciénaga ἂν δόνακας καὶ ἕ. a través de cañas y pantanos, Od.14.474, cf. Hdt.1.191, X.HG 1.2.7, Democr.B 5.1, ἓν δέ τι γένος ἐν ... τοῖς ἕλεσι φύεται διαφέρον de una planta, Thphr.HP 4.8.13, τὸ ἕλος καὶ τὴν λίμνην SEG 22.508.36 (Quíos IV a.C.), δάσκιον εἰσελάσαντες ἕ. A.R.2.1283, explotado para el cultivo de papiro ἕ. παπυρικόν BGU 1121.10 (I a.C.), cf. Nic.Th.415, CPR 5.16.9 (V d.C.)
plu. marismas ὁ ἐν τοῖς ἕλεσι βασιλεύς Th.1.110, ἕλη ἐγένετο ὁ Σαρων LXX Is.33.9. • DMic.: e-re-e II.
• Etimología: De ide. *selos, cf. ai. sáras. a partir de una r. hidronímica *sel-/sol-/sl̥-, cf. ai. Sárasvatī, celt. Salo, Salmantica.

Greek Monolingual

το (AM ἕλος, Α και ἕλεος)
1. έκταση που καλύπτεται μόνιμα από λιμνάζοντα νερά
2. βαλτώδης τόπος, βαλτολίβαδο
αρχ.-μσν.
σύμφυτος τόπος, δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία ένσιγμου θέματος λέξη που προέρχεται από ΙΕ τ. selos και αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. saras- όπως και το έλειος στο sarasiya-. Η σύνδεση με αρχ. ελλ. ύλη ή λατ. silva δεν έχει ισχυρή βάση].

Greek Monotonic

ἕλος: -εος, τό, χαμηλός τόπος κοντά σε ποτάμια, ελώδες, βαλτώδες λιβάδι, βούρκος, βάλτος, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἕλος: εος τό
1) болотистая низменность, болото Hom., Her., Plat., Arst., Plut.;
2) тж. pl. заливной луг, пойма Her., Thuc., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: marsh-meadow, marshy ground (Il.); in H. ἕλη σύνδενδροι τόποι (cf. the etymology below).
Compounds: As 1. member thematically lengthened in ἐλεό-θρεπτος grown on marshy meadows (Β 776), ἑλεο-σέλινον celery from ... (Thphr., Dsc.), also ἑλειο- through contraction from ἕλειον σέλ.; also in ἑλειο-βάτης going through, living in marshes (A. Pers. 39 [anap.]); from τὰ ἕλεια or with metrical lengthening; - with elision in ἑλεορέω be a surveyor of marshes (forester? s. below.) (Erythrae IVa), from *ἑλεο-(Ϝ)όρος. Unclear ἑλεσπίδας (s. v.); cf. also ἑλίχρυσος.
Derivatives: ἕλειος marshy (Ion.-Att.), Ἐλεία surname of Artemis (Kos), ἑλώδης `id. (Hp., Th.), ἑλείτης growing in marshes (Dion. Byz.), also surname of Apollon (Cyprus; cf. Redard Les noms grecs en -της 12, 24, 208; on the formation s. Schwyzer 500); ἑλει-ήτης (λέων Call. Fr. an. 88).
Origin: IE [Indo-European] [901] *selos marsh
Etymology: Inherited word, identical with Skt. sáras- n. pond, IE *sélos; ἕλειος = Skt. sarasíya-. (Not to Lat. silva or ὕλη, in spite of H. and Thess. ὑλορέων beside Erythr. ἑλεορέων; see Wahrmann Glotta 19, 165).)

Middle Liddell

ἕλος, εος,
low ground by rivers, a marsh-meadow, Hom., Hdt., etc.

Frisk Etymology German

ἕλος: {hélos}
Grammar: n.
Meaning: feuchte Wiese, sumpfige Niederung, Marschland (seit Il.); nach H. ἕλη· σύνδενδροι τόποι (vgl. unten zur Etymologie).
Composita: Als Vorderglied thematisch erweitert in ἐλεόθρεπτος auf feuchten Wiesen erwachsen (Β 776, Nik.; Beiwort von σέλινον), ἑλεοσέλινον Sumpfeppich (Thphr., Dsk.), auch ἑλειο- durch Zusammenrückung aus ἕλειον σέλ.; auch in ἑλειοβάτης durch Sümpfe gehend, in Sümpfen wohnend (A. Pers. 39 [anap.]) u. a.; von τὰ ἕλεια oder mit metrischer Dehnung; — mit Elision in ἑλεορέω ‘Wiesenaufseher (Waldaufseher? s. u.) sein’ (Erythrae IVa), von *ἑλεο-(ϝ)όρος. Unklar ἑλεσπίδας (s. d.); vgl. noch ἑλίχρυσος.
Derivative: Ableitungen: ἕλειος sumpfig (ion. att.), Ἑλεία Bein. der Artemis (Kos), ἑλώδης sumpfig (Hp., Th. u. a.), ἑλείτης in Sümpfen wachsend (Dion. Byz.), auch Bein. des Apollon (Kypros; vgl. Redard Les noms grecs en -της 12, 24, 208; zur Bildung noch Schwyzer 500 m. Lit.); ἑλειήτης (λέων Kall. Fr. an. 88).
Etymology: Altererbtes Wort, mit aind. sáras- n. Teich identisch, idg. *sélos; ἕλειος = aind. sarasíya-. Dagegen bleiben sowohl lat. silva wie ὕλη fern (trotz der Erklärung bei H. und trotz thess. ὑλορέων neben erythr. ἑλεορέων; dazu Wahrmann Glotta 19, 165); vgl. W.-Hofmann s. silva.
Page 1,501-502

English (Woodhouse)

bog

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)