ἀναφλέγω
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
English (LSJ)
A light up, rekindle, E.Tr.320 (lyr.). II inflame, ἐπιθυμίαν Ph.2.48; ἔρωτα Plu.Alc.17:—Pass., to be inflamed with anger, Pl.Ep.349a; ἐξ ὑποψίας Conon 23.1; to be inflamed, Ἔρωτος τραῦμα AP12.80 (Mel.); to be excited, ὑπ' ὀργῆς Plu.2.798f; ὑπὸ λιμοῦ Ael.NA15.2; ἀ. τὴν ψυχήν Plu.Dio4; δίψος ἀναφλέγεται Id.Ant.47, etc.; διανοίας ὑπὸ φιλοτιμίας ἀναφλεγομένης Jul.Or.2.83c.
German (Pape)
[Seite 214] wieder anzünden, wieder aufregen, πυρὸς φῶς Eur. Troad. 320; Plat. Ep. II, 349 a, ἀνεφλέχθη, er entbrannte in Zorn; Plut. Pelop. 32, oft; ἔρωτα Plut. Alc. 17; πρὸς ἀρετὴν ἀναφλέγεται τὴν ψυχήν, sein Herz wird für Tugend entflammt, Dion. 4; τραῦμα Mel. 55 (XII, 80); ἀναφλεχθεὶς ὑπὸ λίμου Ael. H. A. 15, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφλέγω: ἀνάπτω, ἀνάπτω πάλιν, ἐγὼ τόδ’ ἐπὶ γάμοις ἐμοῖς ἀναφλέγω πυρὸς φῶς Εὐρ. Τρω. 320.
ΙΙ. μεταφ., ὑποκινῶ, ἀνάπτω, κάμνω τι νὰ ἀνάψῃ, «δίνω φωτιά», ὁ δὲ παντάπασι τὸν ἔρωτα τοῦτον ἀναφλέξας αὐτῶν Πλουτ. Ἀλκ. 17: - συχν. κατὰ παθ., ἐξάπτομαι, ἀνάπτω ἐκ θυμοῦ, ὁ δὲ ἀκούσας ἀνεφλέχθη τε καὶ παντοδαπὰ χρώματα ἧκεν Ἐπιστ. Πλάτ. 319Α. - εἶμαι πεφλογισμένος ἐν Ἀνθ. Π. 12. 80· ἐξάπτομαι καὶ πράττω τι, ἀναφλεχθεὶς ὑπ’ ὀργῆς, ἐξαφθείς, 2. 798F· ὑπὸ λοιμοῦ Αἰλ. π. Ζ. 15. 2· πρὸς ἀρετὴν Πλουτ. Δίων 4· δίψος ἀναφλέγεται ὁ αὐτ. Ἀντών. 47, κτλ.
French (Bailly abrégé)
enflammer, fig. enflammer (d’amour), attiser (l’amour);
Pass. être enflammé, s'enflammer.
Étymologie: ἀνά, φλέγω.
Spanish (DGE)
I 1encender, prender πυρὸς φῶς E.Tr.320
•v. pas. νάφθαν ... ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἀναφλεγόμενον Plu.2.681c.
2 fig. inflamar, excitar ἐπιθυμίαν Ph.2.48, ἔρωτα Plu.Alc.17
•en v. pas. Ἔρωτος τραῦμα AP 12.80 (Mel.), cf. Plu.2.138f, Luc.Fug.10.
II en v. med.-pas. enfurecerse Pl.Ep.349a, ἐξ ὑποψίας Cono 1.23, τῷ θυμῷ Aristaenet.2.20.10
•excitarse τὴν ψυχήν Plu.Dio 4, ὑπ' ὀργῆς Plu.2.798f, ὑπὸ τοῦ λιμοῦ Ael.NA 15.2, δίψους ἀναφλεγομένου Plu.Ant.47.
Greek Monolingual
(AM ἀναφλέγω)
1. ανάβω, καίω
2. εξάπτω, υποκινώ
3. παθ. καίγομαι, παίρνω φωτιά
αρχ.
μέσ. εξάπτομαι, οργίζομαι, φθάνω ως την παραφορά.
Greek Monotonic
ἀναφλέγω: μέλ. -ξω, ανάβω, αναφλέγω, σε Ευρ.· μεταφ., ἀν. ἔρωτα, σε Πλούτ. — Παθ., είμαι φλογισμένος, ενθουσιώδης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναφλέγω:
1) вновь зажигать, разжигать (πυρὸς φῶς Eur.); pass. загораться, воспламеняться (ἀνεφλέγη ὁ ὄροφος Luc.);
2) распалять, возбуждать (τὸν ἔρωτα Plut.): ἀκούσας ἀναφλέχθη Plat. услышав (это), он вскипел (от негодования); ἀναφλεχθεὶς τὸ φιλότιμον Plut. обуреваемый честолюбием.
Middle Liddell
to light up, rekindle, Eur.: metaph., ἀν. ἔρωτα Plut.:—Pass. to be inflamed, excited, Anth.