προσωποληψία
English (LSJ)
ἡ, A respect of persons, Ep.Rom.2.11, Ep.Col.3.25, Ep.Jac.2.1 (pl.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
partialité.
Étymologie: προσωπολήπτης.
English (Strong)
from προσωπολήπτης; partiality, i.e. favoritism: respect of persons.
English (Thayer)
(L T Tr WH προσωπολημψία (see Mu)), προσωποληψιας, ἡ (a Hellenistic formation; (see προσωπολήπτης)), respect of persons (Vulg. personarum acceptio), partiality, the fault of one who when called on to requite or to give judgment has respect to the outward circumstances of men and not to their intrinsic merits, and so prefers, as the more worthy, one who is rich, high-born, or powerful, to another who is destitute of such gifts: Winer's Grammar, 176 (166); Buttmann, § 123,2, 2)), James 2:1. (Ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προσωπολήπτης
χαριστική διάθεση απέναντι σε κάποιον, μεροληψία.
Greek Monotonic
προσωποληψία: ἡ, μεροληψία, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
προσωποληψία: ἡ лицеприятие, пристрастие NT.
Middle Liddell
προσωποληψία, ἡ, [from προσωπολήπτης
respect of persons, NTest.
Chinese
原文音譯:proswpolhy⋯a 普羅士-哦坡-累普西阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:向著-意圖-得(著)
字義溯源:偏袒,偏見,偏待人,以貌待人;源自(προσωπολήμπτης / προσωπολήπτης)=以貌取人),由(πρόσωπον)=面前)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成,其中 (πρόσωπον)又由(πρός)=向著)與(ὠφέλιμος)X=容貌)組成,而 (πρός)出自(πρό)*=前), (ὠφέλιμος)X出自(ὀπτάνομαι)*=注視)
出現次數:總共(4);羅(1);弗(1);西(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 偏待人(3) 羅2:11; 弗6:9; 西3:25;
2) 以貌待人(1) 雅2:1