χρημοσύνη
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ἡ, need, want, lack, Thgn.389,394, al., dub. cj. in Trag.Adesp.509 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1374] ἡ, Nothdurft, Dürftigkeit, Armuth, Theogn. 389. 394. Vgl. auch χρησμοσύνη.
Greek (Liddell-Scott)
χρημοσύνη: ἡ, ὡς τὸ χρείᾱ, ἀνάγκη, ἔλλειψις, ἔνδεια, Τυρταῖος 7 (6). 8, Θέογν. 389. 394, κ. ἀλ.· πρβλ. χρησμοσύνη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
besoin, indigence, pauvreté.
Étymologie: χράομαι.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) χρεία, ανάγκη, έλλειψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμη + κατάλ. -ο-σύνη (βλ. λ. -σύνη)].
Greek Monotonic
χρημοσύνη: ἡ, όπως το χρεία, ανάγκη, χρεία, έλλειψη, σε Τυρτ., Θέογν.
Russian (Dvoretsky)
χρημοσύνη: ἡ скудость, бедность, нужда Soph.