δεινότης

From LSJ
Revision as of 11:21, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεινότης Medium diacritics: δεινότης Low diacritics: δεινότης Capitals: ΔΕΙΝΟΤΗΣ
Transliteration A: deinótēs Transliteration B: deinotēs Transliteration C: deinotis Beta Code: deino/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A terribleness, Th.3.59,4.10; harshness, severity, νόμων Id.3.46. II cleverness, shrewdness, D.18.144, Arist. EN1144a23; opp. ἀλήθεια, Antipho5.5; especially in an orator, Th.3.37, D.18.242,277; ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Isoc.1.4; δεινότητα λόγου ἐπιδείκνυσθαι Plu.Pomp.77. III Rhet., intensity, forcefulness, D.H. Comp.18, Th.53, al., Longin.34.4, Hermog.Id.2.9, al.: pl., Demetr. Eloc.243.

German (Pape)

[Seite 539] ητος, ἡ, das Furchtbare, Schreckliche, Härte, Thuc. 3, 59. 64; εἱργμοῦ Plat. Phaed. 82 e. – Gew. Tüchtigkeit, Geschicklichkeit, Klugheit, δεινότητες καὶ σοφίαι Plat. Theaet. 176 e; vgl. Arist. Eth. 6, 12, 8; bes. vom Redner, kraftvolle Beredtsamkeit, Thuc. 3, 37 u. A.; genauer ἡ περὶ τοὺς λόγους δ. od. ἡ ἐν λόγοις δ., wie δ. λόγου, Plut. Pomp. 77; vgl. D. Hal. iud. Thuc. 23.

Greek (Liddell-Scott)

δεινότης: -ητος, ἡ, (δεινὸς) φοβερότης, Θουκ. 4.10· τραχύτης, αὐστηρότης, τὸ ἄκαμπτον, νόμων ὁ αὐτ. 3. 46, πρβλ. 59. ΙΙ. φυσικὴ ἱκανότης, δεξιότης, εὐφυΐα, πανουργία, Δημ. 275. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 13· ἀντίθ. τῷ ἀλήθεια, Ἀντιφῶν 129, ἐν τέλει· ἰδίως παρὰ ῥήτορσι, Θουκ. 3. 37, Δημ. 307. 27., 318. 9· ἡ ἐν τοῖς λόγοις δ. Ἰσοκρ. 1D.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 aspect ou caractère effrayant d'une chose : δεινότης νόμων THC rigueur des lois;
2 caractère extraordinaire ou remarquable d'une pers. ou d'une ch. ; habileté, ingéniosité ; particul. habileté ou talent d'orateur.
Étymologie: δεινός.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
I 1ref. a abstr. carácter terrible, aspecto que impone c. gen. μὴ ὧν πεισόμεθα μόνον δεινότητα κατανοοῦντας considerando no sólo el horror de las cosas que sufriremos Th.3.59, εἰ ... μὴ φόβῳ ... νεῶν δεινότητος κατάπλου ὑποχωροίη Th.4.10, τοῦ εἰργμοῦ τὴν δεινότητα κατιδοῦσα Pl.Phd.82e, νόμων δ. rigor de las leyes Th.3.46
exageración χαρᾶς δ. alegría exagerada Hp.Praec.14.
2 ref. a pers. rectitud, severidad como virtud de los gobernantes σεμνότητα καὶ δεινότητα καὶ εὐεργεσίαν Ph.2.424.
II del carácter extraordinario de una pers.
1 sent. posit. habilidad, destreza ἡ ὡς ἀληθῶς δ. ἀνδρός Pl.Tht.176c, αἱ δ' ἄλλαι δεινότητές τε ... καὶ σοφίαι Pl.Tht.176c, cf. Ep.358c, D.Chr.12.45, δ.· διάθεσις καθ' ἣν ὁ ἔχων στοχαστικός ἐστιν τοῦ ἰδίου τέλους Pl.Def.413a, ἔστιν δή τις δύναμις ἣν καλοῦσι δεινότητα Arist.EN 1144a23, ἐπιδεικνύμενοι λόγων δεινότητα mostrando habilidad literaria I.AI 1.2, cf. BI 1.440, Ap.2.182, Numen.25.28, δεινότητι διανοίας por lo impresionante de su pensamiento D.Chr.18.11
esp. habilidad oratoria, elocuencia Th.3.37, D.18.277, ἐν τοῖς λόγοις Isoc.1.4, δ. τῶν λόγων Alcid.2.29, λόγου Plu.Pomp.77, cf. Luc.Hist.Cons.58, Philostr.VS 486, δ. ῥητορική PMasp.295.3.26 (VI d.C.).
2 sent. peyor. habilidad unida a cierta falsedad astucia esp. habilidad oratoria ὅση δ. ἦν ἐν τῷ Φιλίππῳ D.18.144, ref. a un συκοφάντης D.18.242, op. ἀλήθεια Antipho 5.5, ἀντὶ τῆς Δημοσθένους δεινότητος D.Chr.2.19, ῥητορικὴ τάς τε ἐν ἑκάστοις δεινότητας ἐξετάζουσα Ph.1.158, cf. 2.476, ὁπόσον ἢ δεινότητος ἢ ἀκμῆς ἐπεπόριστο ἐν τοῖς λόγοις Luc.Pisc.25, cf. Alex.4, κακούργως ἑρμενευόντων δεινότητα Iust.Nou.18.11.
3 ret. fuerza oratoria, intensidad τὰ ἀριστεῖα τῆς ἐν λόγοις δεινότητος D.H.Comp.18.15, cf. Th.53.1, ἀπρόσιτος δ. fuerza oratoria inalcanzable Longin.34.4, τὰ σύμβολα ἔχει δεινότητας las expresiones simbólicas tienen fuerza oratoria Demetr.Eloc.243, cf. Philostr.VS 500, 510, 564, Hermog.Id.2.9 (p.368, 369).

Greek Monotonic

δεινότης: -ητος, ἡ (δεινός),
I. φοβερότητα, σε Θουκ.· τραχύτητα, αυστηρότητα, σκληρότητα, ακαμψία, νόμων, στον ίδ.
II. φυσική ικανότητα, επιτηδειότητα, ιδιοφυΐα, πανουργία, δεξιότητα, σε Δημ.· ιδίως, λέγεται για ένα ρήτορα, σε Θουκ., Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεινότης -ητος, ἡ [δεινός] angstaanjagendheid, hardheid, strengheid:. τῶν νόμων δ. de strengheid van de wetten Thuc. 3.46.4; ὧν πεισόμεθα... δεινότητα het vreselijke lot dat wij zullen ondergaan Thuc. 3.59.1. bedrevenheid: spec. van redenaar:; διὰ δόξαν δεινότητος vanwege zijn reputatie van bekwaamheid (als spreker) Thuc. 8.68.1; ongunstig gewiekstheid, sluwheid:. ὅση δεινότης ἦν ἐν τῷ Φιλίππῳ θεάσεσθε u zult aanschouwen hoeveel gewiekstheid er in Philippus school Dem. 18.144.

Russian (Dvoretsky)

δεινότης: ητος ἡ
1) грозность, страшная сила, мощь (νεῶν Thuc.);
2) мощь, власть (νόμων Thuc.; εἱργμοῦ Plat.);
3) тж. pl. искусность, мастерство Thuc., Isocr., Plat., Arst., Plut.;
4) (тж. δ. περὶ τοὺς λόγους, ἐν λόγοις и λόγου Plut.) красноречие Thuc., Dem.

Middle Liddell

δεινός
I. terribleness, Thuc.: harshness, sternness, severity, νόμων Thuc.
II. natural ability, cleverness, shrewdness, Dem.; especially in an orator, Thuc., Dem.

English (Woodhouse)

cleverness, dreadfulness, seriousness, shrewdness, terribleness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)