ἀκανθώδης

From LSJ
Revision as of 12:51, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκανθώδης Medium diacritics: ἀκανθώδης Low diacritics: ακανθώδης Capitals: ΑΚΑΝΘΩΔΗΣ
Transliteration A: akanthṓdēs Transliteration B: akanthōdēs Transliteration C: akanthodis Beta Code: a)kanqw/dhs

English (LSJ)

ες, A full of thorns, thorny, χῶρος Hdt.1.126; τὸ ῥόδον Arist.Pr.907a22, cf. Thphr.HP1.5.3, etc. 2 prickly, γλῶττα Arist.HA503a2; τρίχες ib.490b28; of the vertebrae, spinous, ib.516b20: Comp., ib.516b22. 3 metaph., λόγοι ἀ. thorny arguments, Luc.DMort.10.8; ἀ. βίος Suid.

German (Pape)

[Seite 68] ες, dornig, φυτόν Theophr.; voll Dornen, χῶρος Her. 1, 126; λόγοι ἀκ., spitzfindige, neben ἐρωτήσεις ἄποροι Luc. D. Mart. 10, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκανθώδης: -ες, (εἶδος) = πλήρης ἀκανθῶν· χῶρος, Ἡρόδ. 1. 126· τὸ ῥόδον, Ἀριστ. Προβλ. 12, 8, κτλ. 2) ἀκανθηρός, γλῶττα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 10, 2· τρίχες, αὐτόθι 1. 6, 6· ἐπὶ τῶν σπονδύλων = ἔχων ἀκάνθας, αὐτόθι 3. 7, 11, καὶ ἀλλ. 3) μεταφ., λόγοι ἀκ. = δύσκολοι, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8· ἀκ. βίος, Παροιμιογρ. πρβλ. ἄκανθα, Ι. 4.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 couvert d'épines, de ronces;
2 fig. épineux.
Étymologie: ἄκανθα, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1cubierto de abrojos o zarzas χῶρος Hdt.1.126, ὁδός Herm.Mand.6.1, τόπος Herm.Sim.6.2, 6.
2 fig., de pers. sobre espinas, preocupado de José antes del nacimiento de Jesús, Rom.Mel.1.ιαʹ.7.2
dificultoso βίος Sud.β 295.
II 1espinoso de la columna vertebral, Arist.HA 516b20, 22
esp. de plantas τὸ ῥόδον Arist.Pr.907a22, ὁ κάκτος Phan.38, cf. Thphr.HP 1.5.3, Plb.12.2.2, τὰ πρῶτα ζῷα φλοιοῖς περιεχόμενα ἀκανθώδεσι Placit.5.19.4, fig. λόγοι ἀκανθώδεις argumentos espinosos Luc.DMort.20.8.
2 como una espina, puntiagudo τρίχες del erizo, Arist.HA 490b28, γλῶττα de ciertos peces, Arist.HA 503a2.

Greek Monolingual

-ες (Α ἀκανθώδης) ἄκανθα
1. αυτός που έχει πολλά αγκάθια, αγκαθωτός, αγκαθερός
ἀκανθῶδες φυτόν
«ἀκανθῶδες ῥόδον» (Αριστοτ. Προβλ. 12, 8)
2. μτφ. δύσκολος, περίπλοκος
«ἀκανθῶδες ζήτημα», «λόγοι ἀκανθώδεις» (Λουκιαν. Νεκρ. Διάλ. 10, 8), «ακανθώδης βίος» (Σούδα).

Greek Monotonic

ἀκανθώδης: -ες (εἶδος),
1. αυτός που είναι γεμάτος αγκάθια, ακανθώδης, σε Ηρόδ.
2. μεταφ., λόγοι ἀκανθώδεις, περίπλοκα, αιχμηρά, δύσκολα ζητήματα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκανθώδης:
1) заросший терновником, тернистый (χῶρος Her.);
2) усаженный шипами или иглами (ῥάχις, γλῶττα Arst.);
3) похожий на иглы: αἱ ἀκανθώδεις τρίχες Arst. щетина;
4) придирчивый, мелочной (λόγοι Luc.).

Middle Liddell

εἶδος
1. full of thorns, thorny, Hdt.
2. metaph., λόγοι ἀκ. thorny arguments, Luc.