περιολισθάνω
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
slip about. Hp.Art.47; slip away all round, Id.VM 22. cf. D.H. 14.10; ναῦς π. slips off the engine, Plu.Marc.15; τὰ βέλη π. ἀπὸ [τῶν βυρσῶν] glance off them, J.BJ3.7.10: metaph., ἡδονὴ π. εἰς τὸ σῶμα (v.l. for δι-) Plu.2.1089d: later περιολισθ-ολισθαίνω, metaph., wander, stray from the point, Plot.2.2.1.
Greek (Liddell-Scott)
περιολισθάνω: ὀλισθαίνω εἰς τὰ πλάγια, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814· ὀλισθαίνω ὁλόγυρα, ὁ αὐτ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 18· μέχρις οὗ τῶν ἀνδρῶν ἀπορριφθέντων καὶ διασφενδονισθέντων, κενὴ προσπέσοι τοῖς τείχεσιν ἢ περιολίσθοι τῆς λαβῆς ἀνείσης Πλουτ. Μάρκελλ. 15· ὡς περιολισθάνοι ἀπ’ αὐτῶν τὰ λοιπὰ βέλη Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 10· μεταφορ., ἡδονὴ π. εἰς τὸ σῶμα Πλούτ. 2. 1089D. - Παρὰ μεταγεν., -ολισθαίνω.
French (Bailly abrégé)
1 glisser tout autour ; glisser à côté de ou hors de;
2 fig. se glisser dans, avec εἰς et l’acc..
Étymologie: περί, ὀλισθάνω.
Greek Monolingual
Α
1. ολισθαίνω, γλιστρώ προς τα πλάγια
2. γλιστρώ εδώ κι εκεί, ξεγλιστρώ, ξεφεύγω
3. μτφ. εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὀλισθάνω «γλιστρώ»].
Greek Monotonic
περιολισθάνω: αόρ. βʹ -ώλισθον, ολισθαίνω ολόγυρα, ξεγλιστρώ, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ολισθάνω wegglijden, afglijden.