φρόνις

From LSJ
Revision as of 19:56, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρόνις Medium diacritics: φρόνις Low diacritics: φρόνις Capitals: ΦΡΟΝΙΣ
Transliteration A: phrónis Transliteration B: phronis Transliteration C: fronis Beta Code: fro/nis

English (LSJ)

εως, ἡ, (φρήν, φρονέω) prudence, wisdom, περὶ οἶδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων [Nestor] knows the customs and wisdom above other men, Od.3.244; κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλήν he brought back much wisdom from Troy, 4.258, cf. Lyc. 1456, Opp.H.1.653.

German (Pape)

[Seite 1309] ἡ, Verstand, Klugheit, Einsicht; περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων Od. 3, 244; Kunde, Kenntniß, κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλήν 4, 258, er brachte viele Kunde oder Kundschaft aus Troja zurück (wo er sich eingeschlichen hatte); sp. D., wie Lycophr. 1456 Oppian. Hal. 1, 653.

Greek (Liddell-Scott)

φρόνις: -εως, ἡ, (φρήν, φρονέω), φρόνησις, σύνεσις, περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων, [ὁ Νέστωρ] γινώσκει καλῶς τὰς συνηθείας καὶ τὴν φρόνησιν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, Ὀδ. Γ. 244· κατὰ δὲ φρόνιν ἤγαγε πολλήν, «κατήγαγεν εἰς τοὺς Ἕλληνας φρόνιν, ὅ ἐστι φρόνησιν πολλήν, συνετώτατος δόξας» (Εὐστ.), Δ. 358, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 653, Λυκόφρ. 1456.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 intelligence, bon sens, sagesse;
2 connaissances acquises, expérience.
Étymologie: φρήν.

English (Autenrieth)

ιος (φρήν): knowledge, counsel; muchinformation,’ Od. 4.258.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) φρόνηση, σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρον- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας της λ. φρήν, φρενός + κατάλ. -ις (πρβλ. κόν-ις, πόλ-ις). Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί υστερογενώς κατ' επίδραση του φρόν-ι-μος].

Greek Monotonic

φρόνις: -εως, ἡ (φρήν), φρόνηση, σύνεση, περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων, (ο Νέστωρ) γνωρίζει καλά τις συνήθειες και τη φρόνηση των άλλων ανθρώπων, σε Ομήρ. Οδ.· κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλή, έφερε πολλή σύνεση από την Τροία, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

φρόνις: εως ἡ разум, благоразумие, рассудительность Hom.

Middle Liddell

φρόνις, εως, φρήν
prudence, wisdom, περίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων Nestor knows well the customs and wisdom of other men, Od.; κατὰ φρόνιν ἤγαγε πολλήν he brought back much wisdom from Troy, Od.