λέχοσδε

From LSJ
Revision as of 02:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέχοσδε Medium diacritics: λέχοσδε Low diacritics: λέχοσδε Capitals: ΛΕΧΟΣΔΕ
Transliteration A: léchosde Transliteration B: lechosde Transliteration C: lechosde Beta Code: le/xosde

English (LSJ)

Adv. to bed, Il.3.447, Od.23.294.

German (Pape)

[Seite 36] zu Bett, κιών, Il. 3, 447.

Greek (Liddell-Scott)

λέχοσδε: ἐπίρρ. εἰς τὴν κλίνην, Ἰλ. Γ. 447, Ὀδ. Ψ. 294. λέχριος, α, ον, ὡσαύτως ος, ον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 236· (ἴδε λικριφίς)· - πλάγιος, ἀγκάρσιος, λοξός, Λατ. obliquus, μετὰ ῥήμ., λέχριος... ὀκλάσας Σοφ. Ο. Κ. 195· λ. ἐκπίπτειν, χωρεῖν Εὐρ. Ἑκ. 1026, Μήδ. 1168· τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Ξεν. Κυν. 4, 3· - μεταφορ., πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῖν, ἅπαντα τὰ ἐν χερσὶν ἔργα εἶναι «στραβά», «ἀνάποδα», Σοφ. Ἀντ. 1345.

French (Bailly abrégé)

adv.
au lit avec mouv.
Étymologie: λέχος, -δε.

Greek Monolingual

λέχοσδε (Α)
επίρρ. στην κλίνη, στο κρεβάτι («ἐρχομένοισιν λέχοσδε δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέχος + δεικτικό εγκλιτικό μόριο δέ, που δηλώνει την εις τόπο κίνηση (πρβλ. οίκον-δε)].

Greek Monotonic

λέχοσδε: επίρρ., στο κρεβάτι, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

λέχοσδε: adv. на ложе, к ложу Hom.

Middle Liddell

[from λέχος
to bed, Hom.