λυπρόβιος
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ον, leading a wretched life, Str.7.5.12.
Greek (Liddell-Scott)
λυπρόβιος: -ον, ὁ βιῶν ἀθλίως, Στράβ. 318.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit tristement, misérablement.
Étymologie: λυπρός, βίος.
Greek Monolingual
λυπρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει άθλια ζωή, στερημένα, στενόχωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός + -βιος (< βίος), πρβλ. λιμνόβιος, νυκτερόβιος].
Greek Monotonic
λυπρόβιος: -ον, αυτός που διάγει άθλια ζωή.