ὀρσινεφής

From LSJ
Revision as of 11:55, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρσινεφής Medium diacritics: ὀρσινεφής Low diacritics: ορσινεφής Capitals: ΟΡΣΙΝΕΦΗΣ
Transliteration A: orsinephḗs Transliteration B: orsinephēs Transliteration C: orsinefis Beta Code: o)rsinefh/s

English (LSJ)

ές, cloud-raising, Id.N.5.34.

German (Pape)

[Seite 387] ές, Wolken erregend, Ζεύς, Pind. N. 5, 34.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρσῐνεφής: -ές, ὁ διεγείρων τὰ νέφη, τὸ τοῦ Ὁμήρου νεφεληγερέτα, Πινδ. Ν. 5. 62. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. ἐν τόμ. Α΄, σ. 784.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui soulève ou pousse les nuages.
Étymologie: ὄρνυμι, νέφος.

English (Slater)

ὀρσινεφής who rouses the clouds ὀρσινεφὴς Ζεύς (N. 5.34)

Greek Monolingual

ὀρσινεφής, -ές (ΑΜ)
αυτός που διεγείρει, που συγκεντρώνει τα σύννεφα, ο νεφεληγερέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι- (βλ. λ. όρνυμι) + -νεφής (< νέφος), πρβλ. υψι-νεφής].

Greek Monotonic

ὀρσῐνεφής: -ές (νέφος), αυτός που σηκώνει τα σύννεφα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρσῐνεφής: нагоняющий тучи (Ζεύς Pind.).

Middle Liddell

ὀρσῐ-νεφής, ές νέφος
cloud-raising, Pind.